Νταξ’ λέμε, παίζει πάντα κι η πιθανότητα να είμαι γκαντέμης. Τι παίζει δηλαδή; Δεν παίζει, αφού κερδίζει πάντα. Είμαι γκαντέμης. Γεννήθηκα γκαντέμης, έγινα μπάτσος γιατί ήμουνα γκαντέμης, έφτασα μέχρι εδώ, στην άκρη του Θεού, γιατί ήμουνα γκαντέμης και τώρα τρώω και την γκαντεμιά της αρκούδας…
Το σύμπαν συνωμότησε εναντίον μου. Έσκυψε ο Θεός και μου ‘ριξε ροχάλα. Πρώτη φορά είναι;
Καθόμασταν αραχτοί στον αυτοκινητόδρομο μέσα στο περιπολικό με τον καινούριο μου συνάδελφο, χτες βράδυ, πρώτη μου βάρδια στην Καντάμπρια, μια περιοχή ογδόντα τετραγωνικά χιλιόμετρα δικιά μας, με χωριουδάκια, κωμοπόλεις, δάση και βουνά. Ένα μονάχα περιπολικό βάρδια την νύχτα μπας και γίνει κάτι. Δεν ήταν γκαντεμιά που πήρα εγώ την βραδινή, καθότι ακόμα με τις κόλλες, άρτι αφιχθείς με δυσμενή από Μαδρίτη, λόγω που μια ΕΔΕ μ’ έριξε στα μαύρα κατάστιχα, χωρίς να φταίω. Η γκαντεμιά που λέγαμε…
Ήσυχα ήτανε, δεν έκανε και τον ψόφο που περίμενα να βρω στα βουνά, ο συνάδελφος ήτανε κουλαριστός, όχι μουράτος, ούτε έξυπνος μάλλον, αφού την έβγαζε ακόμα στην βραδινή μετά από τόσα χρόνια υπηρεσίας, τελοσπάντων, μπορεί και να γούσταρε την νύχτα ο άνθρωπος για τους δικούς του λόγους… ποιος είμαι εγώ για να τον κρίνω;
Είχαμε βάλει το ραδιόφωνο, καπνίζαμε το ένα πάνω στ’ άλλο και περιμέναμε να ξημερώσει.
Τρεις, τρεις και κάτι άκουσα τον ασύρματο να λέει «Προς όλες τις μονάδες.18-70 στο φαρμακείο του…» και μετά ένα όνομα, μάλλον χωριού, που δεν το ήξερα καθόλου.
«Ελήφθη», είπε ο συνάδελφος κι έβαλε μπροστά. Χωρίς σειρήνα, μην ξυπνήσει και τον κοσμάκη. Κουλαριστός, το είπαμε.
Αυτό το 18-70 δεν το είχα ξανακούσει. Εντάξει, το Προς όλες τις μονάδες το περίμενα, ακόμα κι ένα περιπολικό να έχεις έξω, όπως τώρα, προς όλες τις μονάδες λες στο ράδιο, δεν λες ρε Πάκο τραβήξου να δεις τι παίζει. Αλλά αυτό το 18-70; Το 18 το ήξερα ήτανε διάρρηξη και το 70 ήτανε η πιθανή εκτίμηση του δράστη ή των δραστών. Είχα καιρό βέβαια να μπω σε περιπολικό αλλά στην Μαδρίτη στην τελευταία αναθεώρηση του κώδικα του ασύρματου που είδα φτάναμε μέχρι το 60, τι ήτανε να δεις; ναι «παράνομοι αλλοδαποί». Το βούλωσα να μην φανώ και ηλίθιος, διότι σκέφτηκα διάρρηξη σε φαρμακείο σε ορεινό χωριό είναι ρε, ή τίποτα πρεζάκια ντόπια θα ‘ναι ή τίποτα πρεζάκια σκιέρ εδώ πάνω στα βουνά. Μπορεί να τα ‘χανε χωρίσει αλλιώς στον τοπικό κώδικα οι ιθαγενείς…
Βέβαια τα χιονοδρομικά είχανε να δούνε κόσμο τρία – τέσσερα χρόνια, όπως και χιόνι. Τον πρώτο χρόνο στρώσανε τεχνητό, αλλά στο τέλος της σεζόν μπήκανε μέσα, άσε που τσάκισε τα κόκαλά του κόσμος και κοσμάκης.
Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, φτάσαμε στο χωριουδάκι. Ξύλινες στέγες με κεραμίδια, φώτα σβηστά στα σπίτια κι έτσι. Μια μιζέρια και μισή. Γραφική μιζέρια, αλλά μιζέρια.
Ο συνάδελφος έφτασε στην πλατεία κι είδαμε το φαρμακείο. Η πόρτα πέρα για πέρα διαλυμένη. Σαν να πέρασε μπουλντόζα. Άνοιξαμε τις πόρτες του περιπολικού και βγήκαμε. Έκανα να οπλίσω το περίστροφο, ο συνάδελφος με συγκράτησε.
«Ώπα, ήρεμα, εδώ δεν είν’ Μαδρίτη. Δεν άκουσες το 70; Κάτσε πρώτα να δούμε… Αν είμαστε τυχεροί θα έχει ήδη φύγει».
Πριν να προλάβω να ρωτήσω και να εξηγήσω ότι δεν ξέρω τι είναι το 70, ο δικός μου προχώρησε από κάλυψη σε κάλυψη προς το φαρμακείο. Αργά, προσεκτικά με το φακό σβηστό και μοναχά το μακρύ ηλεκτρικό κλομπ στο χέρι.
Και τότε έγινε της πουτάνας. Τα ράφια του φαρμακείου αρχίσανε να πέφτουνε με πάταγο και μέσα στο σκοτάδι διέκρινα μια πελώρια μαύρη φιγούρα γύρω στα τρία μέτρα να ξεμπουκάρει από την πόρτα… μουγκρίζοντας και ουρλιάζοντας σαν τέρας της κολάσεως.
Δεν πρόλαβα να σκεφτώ την τύφλα μου, ούτε να καλοδώ τι ήτανε. Όπλισα το σαρανταπεντάρι κι άδειασα όλη την γεμιστήρα μου στο κολασμένο τέρας…
Γκαντεμιά. Σ’ όλη μου την ζωή με κυνηγάει η γκαντεμιά… Το 70 σήμαινε προστατευόμενο είδος. Κι η μαύρη φιγούρα ήτανε πράγματι τρία μέτρα. Μια μαύρη αρκούδα της Καντάμπρια. Ευτυχώς αρσενική, αν ήταν θηλυκή και με μωρό δεν θα με ξέπλενε ούτε ο Νιαγάρας. Που να το ξέρω;
Άκου φίλε μου! Όταν αρχίσανε λέει το δύο χιλιάδες κάτι οι αρκούδες να μην κοιμούνται το χειμώνα, λόγω της αλλαγής του κλίματος, κάποιο ινστιτούτο της περιοχής, είχε την φαεινή ιδέα να τις αντιμετωπίσει όπως και τους ανθρώπους με διαταραχές ύπνου. Και τις πλάκωσε στα χάπια. Δούλεψε μια χαρά την πρώτη χρονιά, δούλεψε και την δεύτερη, αλλά μετά οι αρκούδες γίνανε πρεζάκια. Κι η αρκούδα λέμε μυρίζει από χιλιόμετρα μακριά. Κι έτσι μπουκάρει στα φαρμακεία… Κι η υπόθεση έχει γίνει σαλάτα γιατί το ινστιτούτο τις μαζεύει και προσπαθεί να τις αποτοξινώσει, δεν ξέρω πως, με ψυχολογική υποστήριξη υποθέτω… αλλά δεν φτάνει που είναι λίγες οι αρκούδες είναι και υπερπολύτιμες, γιατί οι ελάχιστοι τουρίστες που έρχονται πια, έρχονται να δούνε τις αρκούδες το καλοκαίρι αφού δεν έχει χιόνια το χειμώνα. Κι έτσι όλος ο κόσμος δεν λέει κουβέντα και θα τους έδινε και το κρεβάτι του να κοιμηθούνε…
Κι εγώ μιλάμε έστειλα μία στην εντατική. Ολόκληρη ομάδα επιστημόνων την χειρουργούσε δεκάξι ώρες να την σώσει. Εφτά σφαίρες. Και με πακετάρουνε για ακόμα πιο δυσμενή… αφού δεν γίνεται να με αποτάξουνε γιατί θα τα πω όλα.
Νταξ’ μωρέ, παίζει η πιθανότητα να είμαι γκαντέμης. Τι παίζει δηλαδή; Δεν παίζει, αφού κερδίζει πάντα. Είμαι γκαντέμης. Γεννήθηκα γκαντέμης, έγινα μπάτσος γιατί ήμουνα γκαντέμης, έφτασα μέχρι εδώ, στην άκρη του Θεού, γιατί ήμουνα γκαντέμης… Και τι πέτυχα; Την γκαντεμιά της αρκούδας…
ΟΚ! Αυτό ήταν αστείο. Και βλέπω ότι μετά την "προθέρμανση" γυρνάς σιγά - σιγά στο γνωστό, αγαπημένο μου μπινελικοειδές υφάκι.
ReplyDelete