Friday, December 13, 2013
«Ανεκτίμητοι/ άνθρωποι σβήνουν συχνά/ όπως οι στιγμές» ή ο Μπάμπης και τα Χαϊκού στο Αυτόνομο Στέκι
Συγκεντρώνω εδώ όλο το υλικό της παρουσίασης. Η εισήγηση της Μαριάννας μπαίνει και σε κείμενο γιατί την βρήκα ιδιαίτερα πυκνή, ακούγοντάς την, η εισήγηση του Κωστή επίσης παρατίθεται γιατί ένα κομμάτι της το έφαγε η μαρμάγκα της μπαταρίας. Ζητώ συγνώμη για τα άτσαλα γυρίσματα της κάμερας, ειδικά στην παρουσίαση των χαϊκού. Αν ήξερα πώς το είχαν στήσει θα είχα πάει απέναντι, γαμώτο!
Απολαύστε υπεύθυνα, ούτε το βιβλίο ούτε η παρουσίαση ανήκουν στην κατηγορία "ανώδυνη λεξιπλασία"...
Η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ:
Η τέχνη πάντοτε, με κάποιον τρόπο, διαλέγεται με το ανθρωπολογικά αντικειμενικό, όπως αυτό παρίσταται κατά περίπτωση. Εντοπιοποιεί, ταξιθετεί, ορίζει και περιορίζει, εγκαταλείπει το πραγματικό αρθρώνοντας συνάμα μια σχέση αποκλεισμού και συμπερίληψης, κτίζει στεγάσματα θεών, αποτυπώνει ανάγλυφα το φαντασιακό εγγράφοντάς το στην τοπολογία των θεσμίσεων της καθημερινής πρακτικής, άλλοτε αποικεί την ασκήμια που της έπρεπε να θεραπεύσει, άλλοτε εκτοπίζει και ορθώνεται σαν παραπλήρωμα… Αν, πάντως, και απομονώνει τον Μαρκήσιο στον Πύργο του, όμως δεν κόβει τις αλυσίδες της γέφυρας που στιγμές στιγμές κατεβαίνει…
Στα 60 χαϊκού του Χαράλαμπου Μαγουλά ο διάλογος αυτός γίνεται ιδιαίτερα αισθητός, καθώς η τέχνη «αποχαιρετώντας το αίνιγμά της» μετεγγράφεται στη συμπτωματολογία της κατάθλιψης, στο ευρύτερο σχήμα που οριοθετούν οι αμφοτερίζουσες ατραποί της κλινικής περίπτωσης δ.δ.
Και μολονότι κάθε γνήσιο έργο τέχνης, απ’ τη στιγμή της αρτίωσής του, αποκτά μια πολυδιάστατη ερμηνευτική δυναμική που, διαρρηγνύοντας την πατρότητα το εγγράφει στην επικράτεια της αυτονομίας, στην περίπτωση της συλλογής αυτής, πέρα και πάνω απ’ αυτήν την αδιαπραγμάτευτη ιθαγένεια, που την πολλαπλασιάζει κιόλας η ίδια η ελλειπτική φύση του χαϊκού, η παρουσία μιας μη παραβλέψιμης δομής όχι μόνο προδίδει τις γεωγραφικές συντεταγμένες της σκέψης του δημιουργού της αλλά και παρακολουθεί, ως και την τελευταία πράξη του δράματος, το νήμα της πρόθεσής του δίνοντας μια σφικτή ενότητα στο όλο.
Με υπόρρητες αναφορές στις σύγχρονες τεχνικές διακυβερνησιακής διαχείρισης του ανθρώπινου κεφαλαίου σ’έναν κόσμο γενικευμένα βιοπολιτικό, εκεί όπου ο κυρίαρχος χαράζει τα σύνορα της «αρτιμέλειας» ο ποιητής ανατέμει τη «νόσο της ψυχής», τα πάθη του σύγχρονου υποκειμένου, εγκλωβισμένου στο διαρκές πηγαινέλα της διπολικής διαταραχής.
Η αυλαία αιρόμενη, πρώτο επεισόδιο της πρώτης πράξης, μας μεταφέρει στον αστερισμό της μανίας, τα πολιτικά, σε παρενθετικό σχολιασμό του ποιητή, που διαπλέκει έτσι, εύστοχα, μια ταραγμένη κατάσταση του ΕΙΝΑΙ με τον ΒΙΟ στην πόλη, για να παρακολουθήσουμε το εξωστρεφές ξεδίπλωμα ενός ρωμαλέου ΕΓΩ, που ορθώνεται επί σκηνής, με τη μανία αυτή των αποφασισμένων, «άγγελος-εξάγγελος» της άρνησής του:
«Θα εξεγερθώ/ θα γίνω σκαιών θεσμών/ το αντίσωμα» λέει.
Εξέγερση ενάντια στον κερματισμό, στου θανάτου το παράλογο, στην αδικία:
«Ψαύω βαθιά το/ σκοτάδι των φτωχών να/ το αφαιμάξω»
σαλπίζει μία φέρελπις φωνή, ανυποψίαστη, ίσως, για την τραγική της μοίρα.
Ύστερα, γλυκερή οσμή τεΐου αναδύεται και τη μνήμη αλώνει ένα συναίσθημα άβολης θλίψης, που συχνά κρύβουν στον κόρφο τους οι σαλονάτες συνευρέσεις καλοκάγαθων αστών κυριακάτικ’ απογεύματα χειμώνα, όταν με γδούπο σαλτάρει μια μορφή, το βλέμμα σκούρο, σαν νευρόσπαστο εκκρεμές γεμάτο σύγχυση, σχίζει το κοινό και οργισμένα φωνάζει:
«Ο κόσμος ψάχνει/ το ψέμα αισχρά να τον/ γιατροπορεύει»
και την υποβόσκουσα αηδία μετατρέποντας σε απαξίωση κατόπιν:
«Συστολή τυφλή/ αστοί στων ονείρων το/ σιτηρέσιο»
Αν όμως η εξέγερση στρέφεται πρώτιστα, ως τέτοια, ενάντια στον θάνατο, θα ήταν άραγε δυνατόν σε μια εμπνευσμένη στιγμή, ένα διάνυσμα τέλειο της ανθρώπινης περιπέτειας, θα ήταν, λοιπόν, δυνατό, τον τραγικό κύκλο της μοίρας διακόπτοντας, η εξέγερση αυτή, στον ίδιο τον στασιασμό της, να μην αναπαραγάγει δικαιώνοντας και εξυμνώντας τελικά, το φόνο του ανθρώπου;
Μια κατηγορική φωνή διαλύει την όποια ψευδαίσθηση:
«Στο οδόφραγμα/ η αναγκαιότητα/ σφαδάζει σκληρά»
ενώ
«Ανεκτίμητοι/ άνθρωποι σβήνουν συχνά/ όπως οι στιγμές»
Το φαντασιακό ζωοδοτεί την τέχνη κι η φαντασία τον θάνατο. Σίγουρη για τον εαυτό της, μια μορφή μισόκλειστη μας υποδέχεται στο αίνιγμά της:
«Στη λαιμητόμο/ το πιο αιχμηρό είναι/ η φαντασία»
Τα φώτα τώρα εστιάζουν μια φιγούρα αθεράπευτα δυτική, μέσα στις δομικές της αντιφάσεις:
«Ιδαλγός στέκω/ και υπόκοσμος θολά/ εκ περιτροπής» λέει,
είτα υπεραιρόμενη και αυτοσαρκαζόμενη, αριστοκράτης και μποέμ μαζί, τραγιάσκα, σφυρίχτρα, γραβάτα:
«Ήρωας προφίλ/ υψηλού: δυσανεξί/ α στο θάνατο» συστήνεται,
για να συντριβεί αμέσως μετά, σ’ ένα «κρεσέντο σιωπής» και μονοτονίας «του τάφου», με μια βουβή μιμική «αδόξου τέλους» στον παθητικό αποχωρητισμό που επιβάλλει το διαγνωσμένο επεισόδιο κατάθλιψης, επεισόδιο, που ο ποιητής παραπέμπει στην τέχνη, με πάλι περενθετικό σχολιασμό.
Οι επί σκηνής μορφές, τώρα, χάνουν πια το εύρωστο παράστημα, ενώ η προηγούμενη, υπερβάλλουσα ίσως, ευλυγισία των σωμάτων εδώ μετατρέπεται στην ακαμψία μιας ασπόνδυλης παραίτησης. Περίσσεια συναισθηματισμού, αδιέξοδου, μοναξιάς και θανάτου διαπλέκουν έτσι την τέχνη με την κλινική μορφή της κατάθλιψης. Αν και, σε μια προσπάθεια απεμπλοκής των δύο, ένας περήφανος σοφός, παρνασσιστής το δίχως άλλο, με ύφος καταγγελτικό θα προειδοποιήσει:
«Ναι. Η ποίηση/ είναι χωρίς οίηση/ νόθα κύηση»
Υπερτονίζοντας το επικό στοιχείο, σ’ ένα παιχνίδι αντιστίξεων και φόρμας θιγμένη, φανερά, μια άλλη μορφή αντιμηνύει:
«Όταν οι μέρες/ ομοιοκαταληκτούν/ είναι του τάφου»
Η ακύρωση, η καταδίκη στη μοναξιά ως αναπόδραστη μοίρα του σύγχρονου ανθρώπου, η μονοτονία, μια ζωή αφιερωμένη στην ασημαντότητα δίνουν το νεύρο, την κίνηση της πινελιάς, ορίζουν τα χρώματα και μακιγιάρουν τώρα τους ψιθύρους των φωνών μ’ έναν ρομαντισμό πεισιθάνατο:
«Οι τάσεις λένε/ αυτοκτονίας είναι/ αστικός μύθος»
και
«Στο σκοτάδι μου/ κάνω γκριμάτσες – κανείς/ δεν τις ακούει»
Η τέχνη φαίνεται να γίνεται για άλλη μια φορά «το καταφύγιο που μισούμε», τα μυστήριά της εκπαραθυρώνονται, ενόσω αναλύεται στα εξ ων συνετέθη:
«Ταινία, καλός/ αγωγός θεάματος/ σχοινί, σαπούνι»
Η πρώτη πράξη ολοκληρώνεται με την εκρηκτική σύζευξη των δύο πόλων της ασθένειας, την εξακτίνωση δηλαδή του ΕΓΩ (μανία), συγχρόνως με τη νοσηρή συστολή του (κατάθλιψη). Είναι γιατί ο έρωτας προϋποθέτει τέχνη και πολιτική, ή γιατί μας καταδικάζει σ’ ένα αδιάλειπτο σταμάτα-ξεκίνα, έξοδο και αναδίπλωση, επιθυμία και παραίτηση, προσμονή και ανελπισιά, ειλικρίνεια και ματαιοδοξία, ένα σημείο μηδέν δράσης και μη δράσης, μια πυρηνική μανιοκατάθλιψη, που οδηγεί συχνά στη θανατερή παραβίαση και ρήξη των συνόρων του υποκειμένου, εκεί που η ίδια η ύπαρξη διακυβεύεται;
«Σε κοιτώ μικρή/ Ιουλία, με Άδη/ αναστρέφομαι» θα πει,
ενώ, σείοντας την κεφαλή απελπισμένα και σε τόνους χαμηλούς, μια άλλη φωνή θα επιβεβαιώνει τη φιλάρεσκη κενοδοξία του υψηλού αντικειμένου της επιθυμίας:
«Δεξιώνεται/ βλέμματα στου μηδενός/ το θνητό βωμό»
Ο χρόνος, όμως, φαιά πατινάροντας την αφή της σκέψης, δίνει τη γέψη που ‘χει το καλό κρασί, το γερασμένο σε υγρό παμπάλαιο κελάρι:
«Η αγάπη μου/ είναι πια παλτό – γεύμα/ ηδύ του σκόρου»
Καθώς, σκοτεινά ερωτοτροπώντας με τη θλίψη:
«Ξάπλωσε πρώτος/ ο πόνος και ζεσταίνει/ τα σκεπάσματα» θα πει.
Ο αρχικός μας εξεγερμένος έχει γίνει τώρα:
«Hamlet, κλινικά/ αντεραστής, με σπουδές,/ μόνος, ψάχνει, τηλ»
Αρχικά νηπενθής και τελικά συντριμμένος απ’ την «αβάσταχτη ελαφρότητα» και την πολύτιμη κυκλοθυμία του επιθυμητού «είναι»:
«Είσαι κηλίδα/ χώματος, σβόλος από/ θειάφι μαύρο»
θα προφτάσει να ψιθυρίσει προτού δει να
«Βυθίζεται το/ ταβάνι στο στήθος σαν/ διασπάται ο νους» του
πλέρια παραδομένος σ’ ένα επεισόδιο μανιοκατάθλιψης, ειδάλλως τα ερωτικά, κι αυτά σε παρένθεση από τον ποιητή (του εύχομαι όχι για πάντα …).
Τρία διαγνωστικά επεισόδια στην πρώτη πράξη, με την πιθανότατα όχι τυχαία επιλογή ενός όρου που παραπέμπει συγχρόνως στην ψυχιατρική και στο θέατρο, τρία, και απόλυτης συμμετρίας, στάδια θεραπείας στη δεύτερη πράξη.
Συνεχίζοντας το παιχνίδι των κατοπτρισμών, πάντα σε παρένθεση-παραπομπή, τα φιλοσοφικά, τώρα, αναλαμβάνουν να ανακόψουν τον υποτροπιασμό της νόσου. Συνιστάται λίθιο και βαλπροϊκό νάτριο για τον έλεγχο των συμπτωμάτων της μανίας, η επιθετικότητα να τιθασευθεί, ο θυμός και η οργή να πάψει.
Αν θεωρήσουμε ότι η φιλοσοφική προσέγγιση του κόσμου δεν έφτασε στο τέλος της με τους προσωκρατικούς, θα μπορούσαμε, σ’ αυτή τη σύνδεση της θεραπείας με τα φιλοσοφικά, να εντοπίσουμε μια υπαινικτική αναφορά στο πολύ γνωστό «ευγενές ψεύδος» και την τελεσφόρα δυνατότητά του να καταπραΰνει τους αντιρρησίες και να υποτάσσει τις σκεπτικιστικές συνειδήσεις. Κι αυτό ας τεθεί ως μια απλή σκέψη του λέγοντος και έστω στον ποιητή η δυνατότητα να το επιβεβαιώσει ή μη. Όπως και να ‘χει, η ενδελεχής παρατήρηση, η αδιάλειπτη άσκηση του νου απορροφά, απομακρύνοντας από την τύρβη της αγοράς. Η αποστασιοποίηση είναι πράγματι ουσία αντί-δραστική. Όντως, πειθήνια στη θεραπεία:
«Κερματίζονται/ οι πίστεις στης ζωής τις/ αναβαθμίδες»
θα αποφανθεί, χαϊδεύοντας νωχελικά τη γενειάδα της φιγούρα μεσήλικη.
Και πράγματι: τους αλλόκοτους σαλτιμπάγκους, τους επαναστατημένους δανδήδες και τους ρομαντικούς της πρώτης πράξης, δείχνουν να τους διαδέχονται Σιλεντιάριοι στωικευόμενοι, φθεγγόμενες Σιβυλλικές μορφές.
Σαν άλλος Εμπεδοκλής μια απ’ αυτές απαγγέλει:
«Η αλήθεια/ πάσχει από ασκήσεις/ καθαρότητας»
επίσης ακούγεται:
«Τεκταίνεται η/ γνώση σε στιγμές κλειστές/ και θνησιγενείς»
Αν μη τι άλλο, αναμφίβολα η αναφορά στη φιλοσοφία επαναφέρει το κλασικό αλληλοεξουδετερωνόμενο δίπολο έργου-λόγου. Ο τελευταίος, κατεβάζει τον υδράργυρο:
«Σοφία κείται/ στις παγωμένες κόρες/ του γερου-κύνα» θα μάθουμε.
Και είναι έτσι:
Με τη «βούληση για δύναμη» ολοκληρωμένη, ο Νίτσε πεθαίνει, χωρίς ποτέ ούτε καν να φανταστεί τον υπεράνθρωπό του να γίνεται υπάνθρωπος και ο φιλόσοφος της Πολιτείας, στα συγγράμματά του καταθέτει – και μόνο εκεί – τη σύλληψη ενός αξιακού μέτρου της ζωής, όταν προτείνει τον φόνο των θνησιγενών, ενώ είναι οι τύραννοι της νεοτερικότητας, που θα το κάνουν πράξη εικοσιτόσους αιώνες μετά. Η ανθρωπότητα εξαντλείται, προφανώς, σε λανθασμένες αναγνώσεις:
«Η ιστορία/ λατρεύεται σαν χάος,/ ταμπού και πτώμα»
Βροντοφωνάζει η κορυφαία του χορού, προσδιορίζοντας, έτσι, τις ορίζουσες της ανθρώπινης κακοδαιμονίας.
Αν όμως, ιταμή μια φωνή αποφαίνεται:
«Το πένθος είναι/ ουσία και φαλλός της/ φιλοσοφίας»,
πρόκειται άραγε για μια ανώδυνη διαπίστωση του αποθεραπευμένου, ή για μια λάγνα εμμονή στη θλίψη, δειλούσα υποτροπιαμό; Οι εγειρόμενες αμφιβολίες δικαιώνουνε την περαιτέρω συνέχιση της φαρμακευτικής αγωγής.
Από τα εκηβόλα όπλα περνάμε στα αγχέμαχα: βενζοδιαζεπίνες, σε παρένθεση θεολογικά, δράση αγχολυτική, ηρεμιστική, αντισπασμωδική, αναισθητική, χαυνωτική έως… Εδώ το «ευγενές ψεύδος», δοσολογία αλλάζοντας, μετατρέπεται σε παγκόσμια φενάκη.
«Κρίνος Γαβριήλ:/ ενόχου αγχιστείας/ καταπίστευμα»
καταμαρτυρεί μια φιγούρα ανεπίδεκτη επιθετικού προσδιορισμού.
Αν, παραφράζοντας τον Χίτλερ, η φιλοσοφία απευθύνεται σε μια περιορισμένη ελίτ, η θρησκεία υπόσχεται ένα πιο γενικευμένο και στοχευμένο αποτέλεσμα. Δεν συναντούμε εδώ, πλέον, ούτε τους κομψευόμενους νέους, ούτε τους πλανόδιους γυρολόγους, ούτε τους χρησμοδότες, που διακριτικά υποχωρούν «στις γωνίες των σκιών», ακινητοποιημένοι στην ανολοκλήρωτη διαδρομή της μιμικής τους. Το κεντρικό τμήμα της σκηνής, πιθανόν φωτισμένο μ’ ένα άχρωμο φως, καταλαμβάνουν τώρα οι φιγούρες της διπλανής πόρτας. Γυμνές από τον όποιο μανιερισμό, προοικονομούν την τελική παγίδευση του υποκειμένου, που, λίγο αργότερα, θα κλείσει τη δεύτερη πράξη.
Μια τέτοια μορφή με όψη υπόχλωμη πεισματικά αντιδρά στη θεραπεία:
«Ποιο είναι το νόημα/ να ζητάς το νόημα/ «φίδι» απαντώ»
και
«Η τύχη είναι/ μια κτιστή δισημία/ μέθυσου θεού» λέει,
ορθώνοντας αντίλογο στο φαρμάκι που βύζαξε με το πρώτο της γάλα:
«Με τη γέννηση/ διαχέεται η οσμή/ της Πεντατεύχου»
Η αρχαία Ανάγκη βιάζεται όσο να γίνει «παράνυμφος και αντιστύλι» στο ιατήριον ψεύδος, καθώς δύο αλώνητα ανδράποδα αντιστικτικά σχεδόν:
«Για μια κόλαση/ οι ρόγχοι των ηδονών/ υπεξαιρούνται» ψαλμωδεί το ένα,
καταφάσκοντας στην αγυρτεία της γραπτής αφήγησης των σκλάβων και εκδυσωπώντας για την αμοιβή, το άλλο:
«Βδελύσσομαι μα/ προσβλέπω στου Επέκεινα/ τον αδρό μισθό»
Καθώς όμως ο Αμπντελχαμάν, ο Μαρτίνος και ο Δαυίδ διαπιστώνουνε κενό τον ουρανό τους, λείπουν τα χερουβείμ κι οι αγγέλοι θάλλουνε και πάλι στον βυθό στεφανωμένοι φύκια και κοράλλια που τους πρέπουνε, ο ουρανός, έρημος πια και απελευθερωμένος, ξανασμίγει ερωτικά με τ’ ακρογιάλια του Όμηρου:
«Ο ουρανός μου/ γέρνει φαιά στο κύμα/ και στο αλάτι»
Όμως, ο Φόνος του Θεού πρέπει αναπόδραστα να ξανανοίγει τη ρητορική που οδηγεί στο έγκλημα ή στην αυτοκτονία;
«Κάννη στο στόμα/ η unio mystica/ μη μυημένων»
Εκτός από ελάχιστες στιγμές, που ως κι αυτές λίγο μετά τις αποικιοποίησε η πλάνη, η απάτη ή η τρέλα, εκτός από ελάχιστες στιγμές μέχρι σήμερα, η ανθρώπινη ιστορία εξαντλείται σ’εναν Σισύφιο αγώνα με τα είδωλα… επευφημεί τον νέο Βασιλιά άμα τω φόνω του παλιού, καταδικάζοντας τον εαυτό της στον μηδενισμό της ατελεύτητης ειδωλολατρίας. Έτσι, επιμελημένα κρύβοντας την όψη πίσω απ’ την παλιά προσωπίδα, μια μορφή κλείνει το επεισόδιο:
«Το Κακό χρίει/ την έξοδο με δώρου/ συσκευασία»
Τέλος της τελευταίας πράξης: Ηλεκτροσπασμοθεραπεία, «σωσίβιο σοκ», χρόνος σε παρένθεση.
Αν απ’ τη μια, το τμήμα αυτό του έργου είναι το πιο ομιλούν, από την άλλη, είναι αυτό που προσκαλεί στις πιο ποικίλες ερμηνευτικές περιπλανήσεις. Ο πάσχων, αρνητικός ως τώρα στη θεραπεία, υποβάλλεται στην ύστατη δοκιμασία του ηλεκτροσόκ. Το σκοτεινό σημείο, εδώ, δεν είναι η παραπομπή στον χρόνο, αρχαιόθεν πανδαμάτορα όμως και άγοντα στον θάνατο, αλλά εντοπίζεται κυρίως στην υπισχνούμενη προοπτική του τελευταίου.
Εξηγούμαι: για το αν επί σκηνής υπάρχει πλέον μία μόνο κεντρική μορφή, επιλογή που υποστηρίζεται ίσως από τις διαδοχικές πρωτοπρόσωπες συντάξεις, καθώς και από την χρονική αλληλουχία των δρωμένων, εσωτερικών και εξωτερικών, μορφή που συμπεριλαμβάνει τα επιμέρους υποκείμενα των ρήσεων, ή όχι, για το είδος του φωτισμού, τη μίμηση και τη σκηνογραφία, ένας ταλαντούχος σκηνοθέτης θα ’ταν το δίχως άλλο το πλέον κατάλληλο πρόσωπο για να αναλάβει. Και θα το έπραττε κατά τρόπο άξιο αυτού του έργου.
Στα ερωτήματα, όμως, που ξεδιπλώνει ο ποιητής, οι λεωφόροι της σκέψης που ανοίγονται, έχουν να κάνουν με απόλυτα προσωπικές κοσμοτοποθετήσεις.
Παρακολουθώντας τον συγγραφέα, ο αρχικός στασιαστής μας, μην ξεχνάμε «προφιλ υψηλού», αποδομείται στα μύχια συστατικά της ύπαρξής του:
«Πάγιοι θρόμβοι/ περιοδολογούν κά-/ θε επίγνωση»
και
«Καλώδια τεκ/ ωθούν τον κρόταφο σε/ λήθη ανάγκης»
και
«Λύουν το σώμα/ πολύχρωμα θαύματα/ ιδιώνυμα»
Και εφόσον η «Ζωή στο κλουβί» αφιερώνεται στο «κράτος του πόνου», παρακολουθεί, για τελευταία φορά, να εκτυλίσσονται μπροστά σ’ αυτό που ακόμα είναι, όλα τα τιμαλφή ενδύματα της ύπαρξής του:
«Εμπύρετος στην/ κλίνη, λόγια, χάνω, δεν,/ κόμη, στέφανος»
Ώσπου να παραδοθεί στο σωσίβιο σοκ:
«Πεθαίνω. Βλέπω/ ήδη το Άγαλμα της/ Ελευθερίας»
Στο σημείο αυτό εντοπίζεται, κατά τη γνώμη μου, ο κεντρικός γρίφος του έργου.
Θάνατος ως απελευθέρωση δια του θανάτου; Άρα δικαίωση κατά κάποιον τρόπο της θεραπείας; Ρεσάλτο πάλι στο παράλογο ενός ΕΙΝΑΙ που αποδίδει αξίες οντολογικές στον χώρο του μη όντος; Η αρχική, τότε, εξέγερση ενάντια σ’ έναν κόσμο που κυριαρχείται από τον θάνατο καταλήγει πάλι στην αναπαραγωγή του θανάτου…
Απελευθέρωση ως απάτη; Η συνυποδηλωτική ερμηνεία του Αγάλματος της Ελευθερίας θα επιχειρηματολογούσε, ίσως, προς αυτή την κατεύθυνση…
Ή, μήπως, το Άγαλμα της Ελευθερίας πρέπει ειδωμένο απόλυτα, στη συνθέτουσά του δισημία, οπότε, στην περίπτωση αυτή, μήπως ο θάνατος δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια κατάφαση στον Κόσμο και στο Χάος, στον Αναξιμάνδριο Νόμο που υφίσταται «κατά το χρεών»;
Στην ανάγνωση αυτή η ελευθερία, τότε, εκφράζεται μέσα από την κατάφαση του ΕΙΝΑΙ σ’ αυτό που όντως είναι, κατάφαση σ’ ένα πεπρωμένο που σημαίνει ότι δεν σημαίνει, κατάφαση στον αλαλαγμό του Διόνυσου που αποκαλύπτει και την ομορφιά του πόνου, στάση, όμως, που στο τέλος – οποία ειρωνεία – καθιστά παράλογη την όποια εξέγερση.
Δεν είναι, άλλωστε, τέτοιες οι αντιφάσεις που ορίζουνε τη γοητεία και την αυθεντικότητα του πραγματικού;
Ο ποιητής μορφολογικά επιλέγει το χαϊκού, υποβάλλοντας έτσι την ενορατική σύλληψη της στιγμής – απαραίτητη σε κάθε καλλιτεχνικό αποτύπωμα – στην αυστηρή πειθαρχεία της φόρμας των 17 συλλαβών, στοιχισμένων σε δύο εξωτερικές πεντασύλλαβες και μία επτασύλλαβη εσωτερική αράδα. Πρόκληση, μάλλον, προς το εαυτό του, προσπάθεια αυτοτιθάσευσης, δαμάσματος ενός πνεύματος που καλείται σε μια συστάδα ευτυχισμένων στιγμών μορφικής πληρότητας ν’ αγκαλιάσει, μυστικιστικά σχεδόν, την προσωπική εμπειρία αποστάζοντας στον ελάχιστο αριθμό συλλαβών τη γέψη της σκέψης του.
Και κάτι περισσότερο: θέτοντας εκούσια τον περιορισμό του πυκνού λόγου, της αφαίρεσης, της πνευματικής γυμναστικής στην ατίθαση κίνηση του πνεύματος στο σφιχταγκάλιασμά του με τον κόσμο, πράγμα που είναι η τέχνη, επαναφέρει το θεμελιακό πρόβλημα της σχέσης της ελευθερίας με τον αυτοθεσμισμένο περιορισμό.
Ενώ με ένα πρώτο κοίταγμα, οι λέξεις θα μπορούσαν να προδίδουν την έγνοια του συγγραφέα ως προς την επιλογή τους, μια πιο προσεκτική προσέγγιση, μάλλον, τις καθιστά εκείνες καθορίζουσες την επιλογή.
Εννοώ: στον βαθμό που οι λέξεις λειτουργούν ως θραύσματα προσωπικής σκέψης και θραύσματα εικόνων της ατομικής βιογραφίας αιωρούνται σε μια περήφανη αυτοτέλεια και μοναδικότητα, καθώς εξάλλου δύσκολα φαντάζουν αντικαταστήσιμες. Ναι. Όμως, είναι στο μέτρο που οι ίδιες κατέχουν την εγγενή αυτή δυναμική, που τελικά επιβάλλονται στον γράφοντα. Είναι, δηλαδή, το καθαρό ειδικό βάρος αυτών και των συνταγμάτων που διαμορφώνουν, που έλκει τελικά τον δημιουργό και γοητεύει τον αποδέκτη φτάνοντας σε μια αμοιβαία αλληλοεπίθεση – ταύτιση δηλαδή – μορφής και περιεχομένου.
Οι στίχοι, άλλοτε αινιγματικοί, χρησματικοί, αποφθεγματικοί, άλλοτε πάλι σαν ώριμοι καρποί χαρίζοντας γενναιόδωρα το άρωμά τους, κάποτε ρωμαλέοι, στιγμές στιγμές με την αβεβαιότητα του εξομολογούμενου, κάποτε πάλι σαν εκμυστερέψεις αδραγμένες με τη βία, συχνά καλύπτουν επιμελημένα και συγχρόνως στοργικά αυτό που ο συγγραφέας, σαν απομεινάρι έρωτα εφηβικού, επιλέγει πείσμωνα να το διαφυλάξει για τον εαυτό του. Το διάχυτο – φορές – ειρωνικό ύφος που κάποτε ακουμπά τον αυτοσαρκασμό, πιστοποιεί την πατρότητα της συλλογής.
Ο αναγνώστης απ’ την άλλη, αφήνεται ελεύθερος στο σεργιάνι του σ’ έναν στίχο, έτσι, ελλειπτικό, να τον γεμίσει από τη μοναδικά προσωπική του περιπλάνηση…
Τέλος, οι συχνές αντιστίξεις, οι ασυμβατικοί και ταυτόχρονα σφιχτοδεμένοι διάλογοι στάσεων, οι αντιθέσεις, οι αντιφάσεις και κυρίως αυτές, δημιουργούν ενότητες απαλλαγμένες από κάθε τελικό αίτιο, έναν χαοτικό μικρόκοσμο, όπου αναγκαιότητα και τύχη ξαναβρίσκουν την πρωτότυπη ελληνική σύλληψη τους, δύο σημασίες εγγεγραμμένες στην Αρχή και στον Νόμο.
Η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ:
Τ ( Ρ ) Ε Λ Ο Σ
Πολλές φορές στην παραλία ή άλλοτε σε ένα τόπο ονείρου, βρίσκουμε ένα σημάδι, ένα στοιχείο χαραγμένο /αποτυπωμένο πάνω σε μια πέτρα, σε έναν λόγο περαστικού, σε κάποιο στοιχείο μη άμεσα αναγνωρίσιμο. Είναι η γνωστή περίπτωση αναγνώρισης ενός τοπίου που νομίζουμε πως το έχουμε ξαναδεί, ένας τόπος που έχουμε ξαναβρεθεί. Είναι η περίπτωση ανθρώπων που λένε τα ίδια με άλλους ή νομίζουμε πως αυτά έχουν ξαναειπωθεί ή πως τα έχουμε ξανακούσει. Σκύβω λοιπόν σε αυτή την παραλία, βρίσκομαι σε αυτό τον τόπο ονείρου και μαζεύω μια πέτρα κι αναγνωρίζω πάνω της σχέδια που δεν έκανα, όγκους που δεν δημιούργησα, αντανακλάσεις φωτός που μου επιτρέπουν να καταγράψω όλα αυτά… αυτή η μικρή πέτρα που έχει υπάρξει από την περίοδο της μεγάλης έκρηξης, αυτή η πέτρα που πετάω στη θάλασσα με όλα τα στοιχεία που αναγνώρισα πάνω της.
Ο Χαράλαμπος Μαγουλάς θέλει μέσα από τον δικό του καθρέφτη της πραγματικότητας και μέσα από αυτό το λεξιλόγιο και τις αναφορές του να αναπτύξει την αινιγματική διαδρομή δ. δ. Σε μια στοιχειώδη καταγραφή να περιπλανηθεί στα σημαντικά. Ο κοινωνικός προσανατολισμός της σκέψης του κι η δημιουργική του διάθεση είναι που μπορούν να ορίσουν με τα ελάχιστα τα πάντα, σε μια σημαντική στιγμή μάλιστα της έκφρασής του, μπορεί να αποκτά δυνατότητες που μόλις και αναγνωρίζονται, αλλά καθορίζουν.
Λέξεις που σημαδεύουν τα γεγονότα. Άτακτες σημειώσεις όγκων σιωπής πλέκουν πάνω στον καμβά που ορίζει ως ασθένεια. Λίγες λέξεις χνάρια γραφής για μια υπόθεση θανάτου. Δηλαδή σαν κάθε υπόθεση ζωής. Γνώριμος τόπος που έχουμε πολλές φορές ξαναβρεθεί – όσο ζούμε! Οι γενικεύσεις είναι εύκολες γύρω από την ασθένεια, σε μια ειδικών αναγκών εποχή σαν τη δική μας και μάλιστα, εδώ, σε αυτό τον τόπο. Η αποφθεγματική οριοθέτηση της δομής της ανάπτυξης του βιβλίου κυριαρχεί πάνω στην προτεινόμενη δεξιοτεχνική της ποίησης με τον περιορισμό του χαϊκού. Έτσι η ψυχιατρική υπόθεση και πρόθεση αναγνωρίζεται με όρους διερεύνησης με υπότιτλους και ενότητες. Τα αποτυπώματα της ασθένειας χαράσσονται ανεξίτηλα στις σημειώσεις που προσπαθούν να στοιχειοθετήσουν έναν τόπο ανάγνωσης της καθημερινής περιπέτειας.
Πολλές φορές η χρήση των ελάχιστων αποδεικνύεται χρήσιμος οδηγός για να εδραιωθεί το αίνιγμα. Άλλοτε πάλι χρησιμοποιείται για να αποφευχθεί το σημαντικό της σαφήνειας και της ενδελεχούς ανάλυσης για να δημιουργηθεί μια κρυστάλλινη εικόνα ή η μεταφορά της και για να αποφευχθεί έτσι μια πιθανή ακολουθία αφηγηματικής εξιστόρησης. Εδώ υπάρχει σαφήνεια ως προς την δομή με διάγνωση και θεραπεία μάλιστα! Υπάρχει η ελλειπτική εκείνη ομορφιά που ορίζει το χαϊκού αντιμετωπίζοντας την ποιητική των λέξεων μέσα από την αυτοδύναμη εμφάνισή τους, σαν να μην υπάρχουν συνδηλωτικές συμπεριφορές αλλά αυτονόητες υπάρξεις που δημιουργούν τον περιβάλλοντα χώρο που θέλουν μέσα του να δηλώσουν και να αναφερθούν. Ιδιαίτερος κώδικας δομής του κειμένου που κατευθύνει τη σιωπή μέσα στις λιγοστές λέξεις που απαρτίζουν το κοινωνικό χαϊκού σε ένα θεατρικό σχέδιο ψυχοδράματος.
Η αλληγορική διάσταση κι η πλοκή μαζί με τους αντικαθρεφτισμούς σε αυτές τις αινιγματικές αναφορές χρειάζονται πολλαπλές αναγνώσεις. Από την άλλη πόρτα της ασθένειας υπάρχει η αναίρεσή της, από την άλλη πλευρά της διάγνωσης υπάρχει η αυταπάτη και βέβαια η πιθανή θεραπεία της, με την φαρμακοληψία και το ηλεκτροσόκ, που έρχεται να ορίσει το πώς πεθαίνω: υποτίθεται σαν άνθρωπος !
Όταν η ελευθερία γίνεται άγαλμα είναι καλύτερα να πεθάνεις ; ‘Η μήπως καλύτερο θα ήταν να έσπαγες το άγαλμα και να επαναπροσδιόριζες την ελευθερία; Ή μήπως δε φταίει σε τίποτα η αγαλματοποιία; Πέρα από το ειρωνικό αυτό σχόλιο για την ελευθερία που γίνεται σαν το μοναδικό που έλλειψε από αυτή την ζωή, εδώ συντελείται μια ιδιαίτερη ανύψωση του νοήματος ταυτιζόμενο με το πραγματικό τέλος του κειμένου όπου και εμφανίζεται η κατάθεση: πεθαίνω. Έρχεται κοντά στη λύση, στην ελευθερία που όμως έχει μετατραπεί σε ένα άγαλμα και τουριστικό αξιοθέατο και σύμβολο της οικονομίας της αγοράς και έμβλημα μιας μεγαλόσχημης κοινωνικής συγκρότησης αυτής της Αμερικής. Ή και μόνο σε κάτι που, εγκλωβισμένη η ζωή, το αντιμετωπίζει σαν κάτι ξένο που μπορεί να έρχεται κοντά ακόμη και σαν μια φαντασιακή λύση κάτω από το κράτος του πόνου και της θεραπείας που πρέπει να οδηγήσει τουλάχιστον στην απομάκρυνση από τη διάγνωση έστω κι αν αυτό γίνεται με την παραδοχή : πεθαίνω.
Το τέλος ενός κείμενου, πολλές φορές χαρακτηρίζει και τον θάνατο του περιεχόμενου, μπορεί και μόνο με το τέλος της αφήγησης. Εδώ η διάγνωση, στο τελευταίο επεισόδιο με τον υπότιτλο χαρακτηρισμό ερωτικά, καταλήγει: βυθίζεται το ταβάνι στο στήθος σαν διασπάται ο νους.
Κάθε σοβαρή ασθένεια – όπως είναι οι ψυχικές - είναι ένα γεγονός προς το τέλος- όποιος νικήσει: η ασθένεια ή εσύ! Ο τρελός χαρακτηρίζεται τόσο από τα κοινωνικά δεδομένα που καθορίζουν τη διαφορετικότητα, όσο βέβαια και από ατομικά χαρακτηριστικά κι έτσι πολλές φορές κάθε διάγνωση είναι εν αναμονή της επόμενης. Στο μεσοδιάστημα υπάρχει ένας μεγάλος τεράστιος αγώνας. Στη ψυχανάλυση είναι γνωστό πως τέλος δεν υπάρχει και η παράλληλη υποβοήθηση με φαρμακοληψία ορίζει έναν άλλο τόπο ασθένειας . Άρα, σαν τρελός τέλος δεν έχει κι η τρέλα του, βρίσκει ένα τέλος, μέσα στο τέλος του κείμενου και της πράξης της ανάγνωσης.
Ποιος είναι αυτός που καταγράφει τις ψυχιατρικές σημειώσεις, μήπως ένας ψυχαναλυόμενος; Στην διδακτική ψυχανάλυση θα μπορούσε να είναι κάποιος που ετοιμάζεται για να γίνει ψυχαναλυτής. Μήπως είναι κάποιος που σε σχέση με την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων χαρακτηρίζεται τρελός; Είναι αυτός που θεωρεί δικαίωμά του να ασχοληθεί με το συνολικό απελευθερωτικό γεγονός του ανθρώπου και να δώσει έτσι τον αγώνα του.
Οι περισσότεροι επιβιώνουμε σε μια περίοδο οικονομικής στεναχώριας. Η οικονομική υποβάθμιση μιας δυνατότητας καταναλωτικής που υπήρχε είναι ένα ειδικό φαινόμενο, που δεν εμφανίζεται στον λεγόμενο τρίτο κόσμο, αλλά εδώ στο σύγχρονο χρηματοπιστωτικό παγκοσμιοποιημένο θανατογενές περιβάλλον που ορίζει μάλιστα και τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο σαν προληπτικό!
Θέλω να σας θυμίσω τους αντιψυχίατρους και τις εφαρμογές τους στις κλινικές που λειτούργησαν, όπως και τα κινήματα απελευθέρωσης της δεκαετίας του 60, όπως και τον αντικομφουζιονιστικό /απελευθερωτικό λόγο του Καστοριάδη που συμμετείχε στον τέταρτο κύκλο ανάγνωσης του Φρόυντ και στην ψυχαναλυτική του άσκηση που έδωσε έναν ιδιαίτερα παρεμβατικό χαρακτήρα τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη. Και βέβαια στις δικές μας εναλλακτικές κοινότητες που αγκαλιάσαμε την ανθρώπινη φύση με τις ιδιαιτερότητές της και βγάλαμε φίλες και φίλους από εγκλεισμούς τόσο σε θεωρίες όσο και σε ψυχιατρεία. Σήμερα αυτός είναι ο λόγος του Μαγουλά κι ο λόγος ύπαρξής του κι έτσι αντιμετωπίζει τον άνθρωπο. Τότε δώσαμε ένα συνολικό δημιουργικό αγώνα. Βέβαια με το τέλος της δεκαετίας του ’70 βρεθήκαμε σε έναν επανασχεδιασμό όλων των δραστηριοτήτων μας συνέπεια της νέας κοινωνικής πραγματικότητας με τη σταδιακή εξαφάνιση των απελευθερωτικών αξιών, πράγμα που άρχισε να δημιουργεί έναν νέο ανθρωπολογικό τύπο που είχε χάσει τη συνολική του διάθεση κι άρχισε την εξειδικευμένη συμπεριφορά του καταναλωτή των πάντων σε έναν νέο εμπορευματικό κόσμο ή σε έναν ιστορικό κύκλο που μοιάζει να ολοκληρώθηκε.
Σήμερα, εδώ, αλλά και μέσα σε αυτό το ίδιο κλίμα, τριάντα χρόνια μετά, έχει γενικευτεί μια καταθλιπτική αυτοεξευτελιστική αίσθηση που χειροτερεύει με την ανεργία και την έλλειψη προοπτικής. Παράλληλα με την κρίση αξιών, που δεν είναι χτεσινό γεγονός, όπως θέτουν την οικονομική κρίση! Εδώ ο δ. δ. δεν έχει προοπτική - εδώ φτάσαμε πια να μην υπάρχει όραμα για καταναλωτική ζωή! Ας αφήσουμε το όραμα για ζωή που εδώ και δεκαετίες το ξεπουλήσαμε! Ας θυμηθούμε τον κύριο Δημήτρη που αυτοκτόνησε στο Σύνταγμα, που ακολούθησε το όνειρο, που συμμετείχε στη λαϊκή συνέλευση της άμεσης δημοκρατίας, που δεν έγινε πραγματικότητα. Κι ο Μαγουλάς συμμετείχε ενεργά.
Αυτή η αλλαγή του άνθρωπου σε καταναλωτικό ον σε ένα εμπορευματικό γίγνεσθαι, έφερε την νέα ανθρωπολογική κρίση. Για αυτούς που το βλέπανε να έρχεται αντιλαμβανόντουσαν και τις πιθανές συνέπειες. Η κοινωνική - πολιτική στάση μας ήταν και θα είναι δεδομένη το ίδιο κι αγώνας μας.
Ας μην ξεχνάμε πως σε ένα νόημα εμπεριέχεται ένα άλλο και σε μία λέξη μπορεί να εμπεριέχεται μια άλλη λέξη και το νόημά της. Έτσι: εγώ, ο ΤΡΕΛΟΣ ( γραμμένος με κεφαλαία )γνωρίζω πως αν αφαιρέσω ένα μόνον γράμμα από αυτή την λέξη είμαι ταυτόχρονα και το ΤΕΛΟΣ.
Κωστής Τριανταφύλλου
Αθήνα, Νοέμβριος, 2013
No comments:
Post a Comment