Saturday, October 17, 2015

ΜΥΤΙΛΗΝΗ 2015: ΑΓΚΑΛΙΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Κείμενο και Φωτογραφίες της Νεφέλης Αρδίττη



Ελλάδα 2015.

Ταυτόχρονα με τις νέες κυβερνήσεις, τα δημοψηφίσματα, τα μνημόνια, τις εκλογές και τα ντιμπέιτ, στα νησιά που συνορεύουν με την Τουρκία συμβαίνει κάτι άλλο. Κάτι που έχει ξεκινήσει καιρό τώρα στην Κω, την Κάλυμνο, την Τήλο, τη Μυτιλήνη. Κι αυτό το κάτι λέγεται «προσφυγικό». Πρόσφυγες από τη Συρία παίρνουν την απόφαση να κάνουν μια μεγάλη έξοδο από τα στρατόπεδα των προσφύγων στην Τουρκία, φεύγουν από τη μαστιζόμενη από τον πόλεμο Συρία και ψάχνουν έναν τρόπο να αναζητήσουν στην Ευρώπη μια καλύτερη ζωή, με ειρήνη και ασφάλεια. Χωρίς βόμβες, χωρίς φόβο, χωρίς σκοτωμούς. Κι έτσι μπαίνουν, στα παράλια της Τουρκίας, σε μαύρες ρηχές φουσκωτές βάρκες και περνούν απέναντι, στα ελληνικά νησιά. Κι από αυτά στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη, από εκεί στην Ειδομένη, στη Βουλγαρία, την Ουγγαρία, την Κροατία, προκειμένου να φτάσουν κάπως, κάποτε στην Αυστρία, τη Γερμανία, τη Σουηδία, την Αγγλία…

Τα θέματα των ειδήσεων που μιλούν για ναυάγια στο Φαρμακονήσι, το Αγαθονήσι, την Κω, τη Λέσβο, την Λαμπεντούζα, τη Μάλτα και τη Σικελία, οι ειδήσεις που μιλούν για θάνατο ανθρώπων στο Καλέ και στη Μάγχη, ενώ προσπαθούσαν να περάσουν κρυμμένοι σε φορτηγά, αυξάνονται. «Τόσοι άνθρωποι πνίγηκαν σήμερα ανοιχτά της Λέσβου…», «Τόσοι άνθρωποι διασώθηκαν από το λιμενικό και βρίσκονται στο λιμάνι της Κω…», «Επεισόδια ανάμεσα στην αστυνομία και μετανάστες και πρόσφυγες στη Νότια Γαλλία…», «Τεράστιο ναυάγιο με εκατοντάδες νεκρούς, ανάμεσά τους πολλά παιδιά, νότια της Λαμπεντούζα...». Στην αρχή το πρόβλημα θάβεται επιμελώς κάτω από το χαλί. Το κοινό συγκλονίζεται, συγκινείται και θυμώνει και μετά αλλάζει κανάλι. Στο τέλος συνηθίζει κιόλας. Άλλο ένα ναυάγιο ανάμεσα στα άλλα. «Πρέπει να κάνουμε κάτι» λένε όσοι λαμβάνουν τις αποφάσεις, αλλά το αφήνουν γι αργότερα. Μια αγγλική εφημερίδα κάνει ρεπορτάζ από την Κω παρουσιάζοντας τα παράπονα των Βρετανών τουριστών που δεν μπορούν να ευχαριστηθούν τις διακοπές τους, γιατί οι πρόσφυγες τους κοιτάν όταν τρώνε. Κι άλλα παρόμοια, πολλά παρόμοια…

Ανάμεσα σε όλα αυτά αρχίζει να ακούγεται, κυρίως μέσω του ίντερνετ, η αντιμετώπιση που επιφυλάσσουν οι νησιώτες στους πρόσφυγες. Ιστορίες αγριότητας που περιλαμβάνουν δακρυγόνα, υγρό πυροσβεστήρων, αστυνομικούς που χαστουκίζουν και απειλούν με μαχαίρι τους πρόσφυγες και ομάδες περιφρούρησης από χρυσαυγίτες. Ταυτόχρονα, κυκλοφορούν και οι ιστορίες αλληλεγγύης. Φουρνάρηδες που προσφέρουν κάθε μέρα πολλά κιλά ψωμί στους πρόσφυγες, άνθρωποι που τους κοίμισαν στο σπίτι τους, άνθρωποι που τους έβγαζαν από τη θάλασσα με τα σκάφη τους, άνθρωποι που φτιάχνουν πακέτα με ρούχα και συλλέγουν τρόφιμα και φάρμακα και τα στέλνουν στα νησιά. Κι ανάμεσα σε όλες αυτές τις ιστορίες βρίσκεται και η ιστορία της Αγκαλιάς, στην Καλλονή της Λέσβου.

Η Αγκαλιά είναι μια ΜΚΟ που έχει ιδρύσει ο παπα-Στρατής για τους άστεγους και τους φτωχούς της Λέσβου. Όταν αρχίζουν οι εισροές των προσφύγων στη Λέσβο, η Αγκαλιά αλλάζει χαρακτήρα και αγκαλιάζει τους πρόσφυγες που την έχουν ανάγκη, προσφέροντάς τους έναν χώρο να κοιμηθούν, ρούχα και παπούτσια να φορέσουν, τροφή και νερό. Οι ιστορίες που μοιράζονται στο φέισμπουκ σε κάνουν να δακρύζεις και σε κινητοποιούν. Μέχρι να περάσεις στο επόμενο ποστ που φαίνεται στην οθόνη σου…

Όταν, κάποια στιγμή, συμβαίνουν ταυτόχρονα δυο πράγματα. Πρώτον, κυκλοφορεί σε όλον τον κόσμο η φωτογραφία ενός νηπίου που μοιάζει να κοιμάται μπρούμυτα σε μια τουρκική ακτή και η φωτογραφία του αστυνομικού που τον μεταφέρει στα χέρια του. Το νήπιο είναι ο Αϊλάν, ένα από τα χιλιάδες θύματα του πολέμου κι ένα από τα χιλιάδες άτομα που πέθαναν στη Μεσόγειο, προσπαθώντας να περάσουν απέναντι μέσα σε ένα φουσκωτό. Το κοινό αυτή τη φορά ταρακουνιέται για τα καλά. Μέχρι και οι «μεγάλοι» αρχίζουν τις σοβαρές συζητήσεις. Τα social media οργιάζουν, σκιτσογράφοι ζωγραφίζουν για χάρη του μικρού Αϊλάν, δημοσιογράφοι καλύπτουν πιο εκτεταμένα την ανθρώπινη τραγωδία, μαθαίνουμε την ιστορία της τετραμελούς οικογένειας, από την οποία επιβίωσε μόνο ο πατέρας.

Το δεύτερο που συμβαίνει είναι ότι πεθαίνει ο παπα-Στρατής. Έτσι, η Αγκαλιά και το έργο της έρχονται στην επιφάνεια. Όλοι μαθαίνουν τι γίνεται στην Καλλονή της Λέσβου. Οι τραπεζικοί της λογαριασμοί γεμίζουν λεφτά και η αποθήκη της δέματα με ρούχα, τρόφιμα και φάρμακα, προσφορές απ’ όλη την Ελλάδα. Τα ποστ των ανθρώπων της Αγκαλιάς κοινοποιούνται από τον έναν στον άλλον, φτάνουν ως το εξωτερικό. Και έρχεται η σκέψη του «πρέπει να κάνω κάτι», αλλά μετά τις καλοκαιρινές διακοπές… Και ξαφνικά ένα ποστ της Αγκαλιάς που λέει «Μη στέλνετε χρήματα. Κρατείστε τα λεφτά σας, κάντε τα εισιτήρια και ελάτε εδώ». Και τότε παίρνω την απόφαση. Θα πάω στη Λέσβο, θα πάω στην Αγκαλιά. Θα κάνω, επιτέλους, κάτι. Έτσι, μέσα σε τρεις μέρες κλείνω εισιτήρια και δωμάτιο και, μια μέρα μετά τις εκλογές, βρίσκομαι στο αεροπλάνο με προορισμό τη Μυτιλήνη.

Δεν ξέρω τι πάω να κάνω, δεν ξέρω τι θα δω στην Αγκαλιά, ποιους θα συναντήσω και τι θα αντιμετωπίσω. Πάντως, είμαι στο δρόμο. Ό,τι κι αν εμφανιστεί μπροστά μου θα πρέπει να το αντιμετωπίσω, ό,τι και να δω να το διαχειριστώ. Να ακούσω τις ιστορίες και να τις πάρω μαζί μου αλλά, πάνω απ’ όλα, να κάνω κάτι, γιατί είναι ορισμένα πράγματα για τα οποία ξέρω ότι δεν μπορώ να κάθομαι και να τα κοιτάω άπραγη. Κι έτσι βρίσκομαι στο δρόμο για τη Μυτιλήνη.



Στη Μυτιλήνη, ημέρα 1η (21/09/2015)

Την πρώτη σφαλιάρα την τρώω μέσα στο αεροπλάνο. Πετάμε πάνω από τη Χίο. Στις ανατολικές ακτές φαίνονται πορτοκαλιά σημαδάκια. Πολλά πορτοκαλιά σημαδάκια. Αναρωτιέμαι τι να είναι όλα αυτά τα φωσφοριζέ σκουπίδια που καταστρέφουν τις ακτές. Όπως το αεροπλάνο στρίβει, ξαφνικά, καταλαβαίνω. Είναι σωσίβια. Πλαστικά πορτοκαλιά σωσίβια των ανθρώπων που βγήκαν στη Χίο.

Βγαίνοντας από το αεροδρόμιο πάω να πάρω ταξί. Στην πιάτσα των ταξί διαπραγματεύεται με τον οδηγό μια ομάδα αντρών. Έχουν βγει από τη θάλασσα στην ακτή κοντά στο αεροδρόμιο και θέλουν μεταφορικό μέσο για να πάνε ως τη Μυτιλήνη. Ο ταξιτζής δεν τους παίρνει. Μου κάνει νόημα να μπω μέσα. Εγώ μπαίνω κι αυτοί μένουν πίσω, στο πεζοδρόμιο. Φορτώνονται τα πράγματά τους και αρχίζουν να περπατούν προς το λιμάνι, 6,5 χιλιόμετρα μακριά. Ο ταξιτζής μου εξηγεί γιατί δεν τους δέχεται κανείς στο αυτοκίνητό του, παρόλο που έχουν να πληρώσουν. Δεν έχουν χαρτιά και σύμφωνα με κάποιον νόμο, δεν έχουν δικαίωμα να τους μεταφέρουν. Η αστυνομία σταματάει και τους ελέγχει. Αν τους πιάσουν τους παίρνουν την άδεια του ταξί, μαθαίνω αργότερα. Το αποτέλεσμα, όπως μου λέει ο ταξιτζής, είναι ότι διάφοροι καλοθελητές μεταφέρουν κόσμο στα βανάκια τους μέχρι και για 300 ή 400€ το κεφάλι.

Από το αεροδρόμιο ως την Μυτιλήνη είναι λίγο παραπάνω από μια ώρα ποδαρόδρομος. Ο ταξιτζής μου δείχνει τους ανθρώπους που περπατάνε με τα σακίδια στον ώμο. Είναι ως επί το πλείστον άντρες και πάνε σε ομάδες των 2 ή 4 ατόμων. Στην πόλη της Μυτιλήνης βρίσκονται σε κάθε σκιά, σε κάθε πάρκο, σε κάθε πεζοδρόμιο. «Και πού να δεις τι γίνεται στο λιμάνι. Αλλά δεν περνάμε από εκεί» μου λέει. «Και να σκεφτείς ότι στην Αθήνα πιστεύουν ότι το νησί έχει αδειάσει από λαθρομετανάστες» λέει ο ταξιτζής και συνεχίζει: «Κι από αύριο που θα πιάσουν οι βροχές; Τι θα γίνουν τόσοι άνθρωποι; Είναι και πολλά μικρά παιδιά, θα αρρωστήσουν. Θα αναγκάζονται να μπαίνουν στα σπίτια και στις αυλές του κόσμου για να προστατευτούν».

Το ταξί με πάει μέχρι το σταθμό των ΚΤΕΛ, για να πάρω το λεωφορείο για Καλλονή. Δίπλα στο εκδοτήριο υπάρχει ένα ταξιδιωτικό πρακτορείο που βγάζει εισιτήρια ακτοπλοϊκά κι αεροπορικά. Στην ουρά κάθονται καμιά 30ρια άτομα. Άντρες, από 16-17 ως 40 περίπου χρονών. Περιμένουν. Άλλοι με υπομονή, άλλοι με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια τους, κάποιοι κοιμούνται κάτω ή ο ένας επάνω στον άλλον. Κοιτούν τους περαστικούς στα μάτια. Αυτοί τους αποφεύγουν χαμηλώνοντας ή γυρίζοντας αλλού το κεφάλι. Στον τοίχο υπάρχει ένα σύνθημα, γραμμένο με κόκκινα γράμματα: «25/07/2015. ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ ΝΕΚΡΟΣ ΣΤΟ ΚΑΡΑ ΤΕΠΕ ΑΛΛΑ ΕΥΤΥΧΩΣ ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΙΔΑΝ ΟΙ ΤΟΥΡΙΣΤΕΣ».

Το ΚΤΕΛ σταματά στην Καλλονή κι από εκεί πρέπει να πάρεις άλλο για να κατεβείς στη Σκάλα. Στο δρόμο συναντάμε ένα άλλο λεωφορείο που φορτώνει πρόσφυγες, βαλίτσες και νερά. Οι ντόπιοι κοιτούν και σχολιάζουν. Αποκαλούν τους πρόσφυγες «λαθρομετανάστες», κανείς όμως δεν σκέφτεται να τους πειράξει. Έχουν κουραστεί με την κατάσταση, θέλουν να φύγουν επιτέλους από το νησί τους, δεν αντέχουν να βλέπουν άλλο τη δυστυχία τους, αλλά κανείς δε σκέφτεται να γίνει εχθρικός απέναντί τους. Αρέσκονται στο να παραπονιούνται μεγαλοφώνως και να γκρινιάζουν, αλλά μετά συζητούν τι άλλο να βρουν για να τους προσφέρουν.

Στην Αγκαλιά φτάνω γύρω στις 5.30 το απόγευμα και βρίσκω απ’ έξω να κάθονται τέσσερα άτομα, εθελοντές. Τους λέω ότι έχω έρθει από την Αθήνα για την Αγκαλιά, με υποδέχονται, κάθομαι, συστηνόμαστε. Ρωτάω ορισμένα πράγματα και μαθαίνω ότι την Αγκαλιά ουσιαστικά την "τρέχουν" οχτώ άτομα, όλοι τους μόνιμοι κάτοικοι Λέσβου, με τη βοήθεια εθελοντών απ´ όλον τον κόσμο. Μέχρι τώρα έχουν φιλοξενήσει περίπου 34.000 άτομα. Οι πρόσφυγες που φτάνουν μπορούν να κάτσουν για λίγες ώρες ή για μια διανυκτέρευση. Τους προσφέρουν φαγητό, χυμούς, φρούτα, σαπούνι, κρεβάτι, κουβέρτες και ό,τι άλλο χρειαστούν.

Οι άνθρωποι της Αγκαλιάς, που εκείνη τη στιγμή είναι ο Πάτρικ, ο Χρήστος, ο Γιώργης και ο κύριος Χριστόφορος, μου προσφέρουν μια καρέκλα, κάθομαι και αρχίζω τις ερωτήσεις. Καταρχάς, πόσους φιλοξενούν αυτήν τη στιγμή. Σήμερα, ευτυχώς, μόνο μια οικογένεια. «Είναι η πιο ήσυχη μέρα που είχαμε εδώ και βδομάδες κι ελπίζω να μείνει έτσι για πολύ καιρό ακόμα» μου λέει ο Πάτρικ, επικεφαλής και συντονιστής αυτόν τον καιρό στην Αγκαλιά. Μου διηγούνται ότι πριν από δυο βδομάδες σ´ έναν χώρο που μπορεί να στεγάσει μάξιμουμ 60-65 άτομα κοιμήθηκαν 350.

Λίγο αργότερα, ψάχνουν βρεφικό γάλα πρώτης βρεφικής ηλικίας για το τριών μηνών μωρό που είναι μέσα. Γάλα έχουν, όπως επίσης και μπιμπερό. Αυτό που δεν μπορούν να βρουν με τίποτα είναι ζεστό νερό. Υπήρχε ένας βραστήρας, αλλά κάποιος έκλεψε τη βάση του και τώρα είναι εντελώς άχρηστος. Κάποιος προτείνει να πάμε στην αστυνομία, που είναι δίπλα, και να τους ζητήσουμε να μας ζεστάνουν λίγο νερό. Τελικά, ο κύριος Χριστόφορος τηλεφωνεί στη γυναίκα του και φέρνει αυτή από το σπίτι. Ανακατεύουμε τη δόση της σκόνης με το νερό σύμφωνα με τις οδηγίες. Κανονικά το μπιμπερό θέλει αποστείρωση. Το δίνουμε έτσι στη μητέρα, αυτή δοκιμάζει τη θερμοκρασία, προσθέτει νερό κρύο, ξαναδοκιμάζει και το δίνει στο μωρό. Αυτό τρώει.

Βγαίνουμε έξω για να αφήσουμε τη γυναίκα να ταΐσει τη μπέμπα με την ησυχία της. Εκεί, παρατηρώ τους εθελοντές της Αγκαλιάς που είναι εκεί και ρωτάω να μάθω για τους υπόλοιπους. Οι άνθρωποι που έχουν έρθει να βοηθήσουν είναι, κυριολεκτικά, από παντού. Ο Πάτρικ είναι Γερμανός, κάποιοι είναι Νορβηγοί, άλλοι Άγγλοι, υπάρχει μια κοπέλα Νεοζηλανδή και λίγοι Έλληνες. Στο νησί, μου λέει ο Χρήστος απαντώντας σε μια ερώτησή μου, αυτοί που στηρίζουν ή ασχολούνται με την Αγκαλιά είναι η συντριπτική μειοψηφία. Όχι ότι οι υπόλοιποι είναι εχθρικοί… Απλώς αδιαφορούν.

Αυτήν την πρώτη φορά, μένω στην Αγκαλιά περίπου μιάμιση ώρα, κατά τη διάρκεια της οποίας φτάνουν έξι-εφτά άτομα είτε για να καθίσουν μαζί μας, είτε για να μας φέρουν πράγματα. Συνήθως και για τα δυο. Αυτοί που έρχονται, Μυτιληνιοί και τουρίστες, Έλληνες και ξένοι, φέρνουν βρεφικό γάλα, τρόφιμα, γάντια μιας χρήσης, κουβέρτες, ρούχα, μπιμπερό… Κάποια στιγμή, σταματάει απέναντι ένα ζευγάρι που βγάζει από το αυτοκίνητο ένα παιδικό καροτσάκι. Μας εξηγούν ότι έρχονται από τη Θεσσαλονίκη και, επειδή ήξεραν για τις ανάγκες και το έργο της Αγκαλιάς, έφεραν το καροτσάκι που δεν το χρειάζονταν. Το άφησαν κι έφυγαν. Ο Πάτρικ δεν μπορεί να πιστέψει στα μάτια του.

Αργότερα, φτάνει μια κυρία Αμερικανίδα. Είναι η Κριστίν και είναι γιατρός. «Ειναι τα τελευταία πράγματα που σας φέρνω» μας λέει αφήνοντας δυο παραφουσκωμένες σακούλες. Το μεσημέρι της έκλεψαν το κινητό, οπότε δε θέλει να ξανάρθει. Η Νάντια και η Πέπη, που έχουν επίσης έρθει, δεν της λένε τίποτα. Λίγο μετά την Κριστίν φτάνει μια κοπέλα, Αγγλίδα τουρίστρια, με το αυτοκίνητό της. Είδε, μας λέει, κάπου 50 άτομα σε δυο χωριά κοντά στην Καλλονή, ανάμεσά τους περίπου δώδεκα γυναίκες με μικρά παιδιά. Φωνάζει, μας κινητοποιεί όλους. Πέφτει σύρμα ανάμεσα σε όσους οδηγούν, μαζεύονται τρία αυτοκίνητα και πάνε να μαζέψουν τους ανθρώπους.

Στο Μόλυβο, σύμφωνα με τις πληροφορίες, περιμένουν 500 άτομα τα λεωφορεία για Μυτιλήνη.

Στο μεταξύ, στην Αγκαλιά έχει φτάσει και μια μικρή σκυλίτσα που σέρνει από πίσω της τη μισή της αλυσίδα. Τρέχει πάνω κάτω ζητώντας παιχνίδια και χάδια κι εγώ δεν χάνω την ευκαιρία. Το μικρό αγοράκι της οικογένειας, πέντε χρονών, που όλο έρχεται έξω ζητώντας πορτοκάλια και μπισκότα, έχει κάτσει στην πόρτα της Αγκαλιάς και με κοιτάει που κάνω το σκύλο να πηδάει πάνω μου γρυλίζοντας παιχνιδιάρικα. Κάθε τόσο τρέχει μέσα και φωνάζει τη μαμά και το μπαμπά του να έρθουν να δουν. Κάποια στιγμή βγαίνουν κι αυτοί έξω. Οι γονείς είναι νεότατοι και οι δυο. Στα χέρια της μητέρας κοιμάται ένα κοριτσάκι τριών μηνών που δεν ακούγεται καθόλου. Το αγοράκι κάθεται στο σκαλί της πόρτας και κοιτάζει μαγεμένο. Μετά βγαίνει πιο έξω, σε μια καρέκλα, και μετά ακόμη πιο έξω, και πιο έξω. Όταν, κάποια στιγμή, το σκυλί τον πλησιάζει και του γλύφει το μάγουλο, ξαναμπαίνει μέσα γελώντας και ουρλιάζοντας. Μετά ξαναβγαίνει και φτου ξανά κι απ´ την αρχή, για πολλή ώρα.

Εκείνη τη στιγμή, ο Πάτρικ βλέπει εφτά πρόσφυγες να έχουν καθίσει 20 μέτρα παραδίπλα, στο πεζοδρόμιο μπροστά στην Αστυνομία. Τους φωνάζει να έρθουν σε μας. Αυτοί διστάζουν, αλλά έρχονται. Τους καλωσορίζουμε, μας συστήνονται, σφίγγουμε τα χέρια. Τα χέρια τους είναι υγρά και δυνατά, η χειραψία τους σφιχτή και ζεστή. Ρωτάμε και μας λένε ότι είναι Αφγανοί. Μπαίνουν μέσα, παίρνουν το φρούτο και το σαπούνι τους, χαιρετούν το ζευγάρι των Σύρων, στρώνουν τις κουβέρτες σε μερικά κρεβάτια και ξαπλώνουν. Λίγο μετά, ο ένας απ´ αυτούς βγαίνει να καθίσει έξω. Η Βάνια, που έχει έρθει να κάτσει μαζί μας, του προσφέρει να στρίψει τσιγάρο. Παίρνει το σακουλάκι και μυρίζει τον καπνό με λαχτάρα, αλλά τον επιστρέφει πίσω. «Εγώ είμαι ποδοσφαιριστής στο Αφγανιστάν» της εξηγεί. «Δεν κάνει να καπνίζω».

Περνάει άλλη μισή περίπου ώρα και οι πρόσφυγες αρχίζουν να βγαίνουν ένας-ένας έξω για να πάνε στη βρύση. Πλένουν το πρόσωπό τους και ξαναμπαίνουν μέσα. Εγώ προσπαθώ να κρατήσω το σκυλί για να μην πηδήξει πάνω τους, γιατί όλοι δείχνουν πως το φοβούνται. Όλοι, εκτός από έναν. Αυτός είναι λευκός και ξανθός με ανοιχτά μελιά μάτια. Κάθεται έξω σε μια καρέκλα και φωνάζει τη σκυλίτσα να πάει κοντά τους. Τη σηκώνει αγκαλιά, την καθίζει πάνω του κι αυτή αρχίζει να τον γλύφει. Κάθονται έτσι, αγκαλιά στην Αγκαλιά, κεφάλι με κεφάλι, για κάμποση ώρα. Με ρωτά αν είναι δικιά μου. Δεν είναι. Είναι αδέσποτη, του λέω, από κάπου το έσκασε. Είναι ένα σκυλί-πρόσφυγας. Αργότερα, γυρίζουν και τα αυτοκίνητα που είχαν πάει να βρουν τους πρόσφυγες. Επιστρέφουν άδεια. Δεν βρήκαν κανέναν να περπατάει, μόνο σε ένα αμάξι είναι μέσα τρία νέα παιδιά, όχι κάτω από 16, όχι πάνω από 20, μάλλον Αφγανοί και κατάκοποι. Μπαίνουν μέσα χωρίς να μιλήσουν σε κανέναν και απλώς πέφτουν σ´ ένα στρώμα.

Θα έχει ησυχία απόψε στην Αγκαλιά και ο Πάτρικ μου λέει να πάω να ξεκουραστώ. Από αύριο ο καιρός χαλάει. Και όλοι στην Αγκαλιά ξέρουμε ότι ο κακός καιρός δε θα εμποδίσει κανέναν να ξεκινήσει το ταξίδι προς την Ευρώπη με τη φουσκωτή βάρκα. Θα εμποδίσει όμως πολλούς να φτάσουν. Το βλέπουμε όλοι και το τρέμουμε. Είναι εξάλλου φανερό ότι, γι αυτούς που παίρνουν τις αποφάσεις, ο μικρός Αϊλάν, ο ποδοσφαιριστής Ιμάν, το πεντάχρονο αγοράκι και ο «dog lover» δεν είναι τίποτα παραπάνω από νούμερα, αριθμούς. End of story... Όσοι περισσότεροι χαθούν στο δρόμο, ει δυνατόν χωρίς να το μάθει κανείς, τόσο το καλύτερο γι αυτούς. Θα έχουν να διαχειριστούν μικρότερο πρόβλημα. Εξάλλου, κανείς δε θα μάθει ποτέ για τους Αχμέτ και τις Αϊσέ που, για να γλυτώσουν από τις σφαίρες, κατέληξαν στον πάτο της Μεσογείου.



Ημέρα 2η

Φτάνω στην Αγκαλιά στις 9 το πρωί. Όλοι οι πρόσφυγες, εκτός από τη μητέρα και το μωρό, κάθονται έξω. Χτες το βράδυ ήρθαν περίπου δέκα άτομα ακόμα. Έχει ξανάρθει και το σκυλί κι έχει ξαπλώσει στα πόδια τους, στη μέση του κύκλου. Οι άντρες μιλούν, λιάζονται, τεντώνονται, πειράζονται, γελούν, παίζουν με το σκύλο και το αγοράκι και ανταλλάσσουν πληροφορίες. Κάποιοι μιλούν μόνο φαρσί, κάποιοι κάτι λίγα αγγλικά, κάποιοι κάτι λίγα γαλλικά, τέλος πάντων συνεννοούμαστε. Η παντομίμα και η μαντική βοηθούν επίσης. Ο Πάτρικ ισχυρίζεται ότι καλύτερα από τα αγγλικά μιλάει «handish», τη γλώσσα των χεριών. Τρώνε κρουασάν και χυμούς. Οι εθελοντές περιμένουμε τη Μυρτώ να έρθει από την αποθήκη της Αγκαλιάς με προμήθειες, φρούτα και σάντουιτς.

Στο μεταξύ, φτάνει ένα ζευγάρι Άγγλων με μια βαλίτσα γεμάτη αντρικά ρούχα. Ήθελαν να τα δώσουν στη Μυτιλήνη, αλλά τους είπαν ότι εκεί θα χαθούν μέσα σε όλον το χαμό. Καλύτερα να τα φέρουν σε μας που τα χρειαζόμαστε και θα έχουμε σε ποιους να τα δώσουμε. Η κυρία έχει αγοράσει ένα μπλουζάκι που λέει "when I grow up I want to be a superhero" και το δίνει στον μικρό. «Είσαι ήδη ήρωας, όλοι είστε, αλλά εσύ περισσότερο» του λέει κι ο μπαμπάς του χαμογελάει ειρωνικά. Μετά τους βγάζει φωτογραφία, δε λένε όχι. Πιάνει κουβέντα με όλους όσους μπορεί να συνεννοηθεί και ακούει τις ιστορίες τους.

Κάποια στιγμή, η κυρία πάει πίσω στο αυτοκίνητο και φέρνει ένα σακουλάκι καραμέλες μαλακές, αγγλική μάρκα, βιολογικές. Τις δίνει σε έναν από τους πρόσφυγες που καταλαβαίνει αγγλικά για να τις μοιράσει σε όλους. Αυτός τις παίρνει, ανοίγει το σακούλι κι αρχίζει να γυρνάει με τη σακούλα γύρω γύρω. Ο καθένας παίρνει την καραμέλα του (ο μικρός Σύρος παίρνει δυο και μετά ζητάει και τρίτη) και μετά ο άνθρωπος αυτός έρχεται σε μας, τους εθελοντές, που είχαμε καθίσει παράμερα γιατί δεν είχε αρκετό χώρο ούτε καρέκλες, και μας προσφέρει καραμέλες. Το μεσημέρι είδα το ίδιο σακούλι με ό,τι είχε περισσέψει στο ράφι που βάζουμε τα συσκευασμένα γλυκά που μας φέρνει ο κόσμος...

Λίγο μετά φτάνει η Μυρτώ με τα πράγματα και πιάνουμε δουλειά. Μοιράζουμε τα τοστ, σιγουρευόμαστε ότι όλοι τρώνε, η Μυρτώ περιποιείται πληγές. Φουσκωμένα πόδια από το περπάτημα με τα βρεγμένα ή τα καθόλου παπούτσια συνέρχονται με χαρτοταινία, αφού δεν έχουμε λευκοπλάστ για να τα δέσουμε. Ο φαρμακοποιός προσφέρει μια αλοιφή δικιάς του παρασκευής για τα συγκαμένα δέρματα που κάνουν το περπάτημα σκέτο βασανιστήριο. Σιγά σιγά όλοι ετοιμάζονται να φύγουν. Μαζεύουν τα στρώματα και τα σκεπάσματά τους, διπλώνουν τις κουβέρτες, τακτοποιούν το χώρο και παίρνουν τις τσάντες τους. Αφήνουν χαλασμένα παπούτσια και σκισμένα ρούχα και παίρνουν άλλα από εμάς.

Οι εθελοντές τακτοποιούμε την αποθηκούλα. Γίνεται ο κακός χαμός από ρούχα και παπούτσια. Ξεχωρίζουμε τα γυναικεία, τα αντρικά, τα παιδικά, τα μωρουδιακά, τις κάλτσες, τα σκουφιά, τα παιχνίδια, τις πάνες... Στο δωματιάκι μπαίνει μια τάξη, όταν όμως ένας από τους νεαρούς Αφγανούς μας ζητάει ένα μπλουζάκι για να αλλάξει το δικό του, δε βρίσκουμε να του δώσουμε... Κανείς δε φέρνει αντρικά ρούχα. Έχουμε όμως ολόκληρη προίκα από ζιπουνάκια και φορμάκια μωρουδιακά.

Οι άνθρωποι αρχίζουν ένας ένας να φεύγουν. Η ομάδα των Αφγανών προτιμά να περπατήσει ως το λεωφορείο. Όπως μαζεύουν τα πράγματά τους και παίρνουν το φαγητό που τους δίνουμε για το δρόμο, η έκφραση τους αλλάζει. Από ξέγνοιαστη που ήταν όσο πειράζονταν μεταξύ τους ή έπαιζαν με το σκυλί, γίνεται πάλι γεμάτη έγνοιες και ταλαιπωρία. Ευχαριστούν, χαιρετούν και φεύγουν. Τους ευχόμαστε καλό ταξίδι και καλή τύχη. Η δεύτερη οδύσσειά τους μόλις αρχίζει. Κι αυτοί το ξέρουν κι εμείς, όταν όμως μας ρωτούν αν η ταλαιπωρία τους θα τελειώσει μόλις μπουν στο καράβι τους επιβεβαιώνουμε ότι έτσι είναι.

Τελευταίοι μένουν δυο άντρες που έφτασαν αργά το βράδυ κι η οικογένεια των Σύρων. Οι τελευταίοι, αφού πακετάρουν, μπαίνουν στο αυτοκίνητο που τους βρήκαμε και που θα τους κατεβάσει στο λιμάνι. Οι τελευταίες οδηγίες που τους δίνουμε είναι για το πόσο πρέπει να πληρώσουν για τη μεταφορά και το φαγητό τους, για να μην τους εκμεταλλευτούν και τους ζητήσουν 10€ για το νερό κι ό,τι γουστάρει ο καθένας γι αυτά που θα χρειαστούν. Μας χαιρετούν τελικά κι αυτοί και φεύγουν.

Πίσω έχουν μείνει μόνο δυο Αλγερινοί άντρες. Μιλούν λίγα γαλλικά και πιάνουμε την κουβέντα. Μου λένε ότι πάνε στη Δανία. Ο ένας, ο Μουσά, είναι ποδοσφαιριστής, του άλλου, του Αμπάλ Ορ, του αρέσει το κάπνισμα, γιατί στην Αλγερία, μου λέει, αν σε πιάσουν να καπνίζεις σε συλλαμβάνουν. Εδώ καπνίζει ελεύθερα. Μετά, μου δείχνουν τους αστυνομικούς που πίνουν καφέ και καπνίζουν ακουμπισμένοι στο περιπολικό. Μου εξηγούν ότι φορούν κι εδώ την ίδια στολή με αυτήν που φορούν στην πατρίδα τους και τους φοβούνται. Τους λέω ότι πρέπει να προσέχουν, αλλά αυτοί εδώ δεν πρόκειται να τους πειράξουν.

Όταν το μέρος αδειάζει από τους περισσότερους πρόσφυγες μπαίνουμε μέσα με τις σφουγγαρίστρες. Το σκούπισμα το έκαναν οι ίδιοι οι πρόσφυγες πριν φύγουν. Στην Αγκαλιά υπάρχουν δυο κουβάδες και δυο σφουγγαρίστρες . Μόλις μπαίνω μέσα με τον πρώτο κουβά ο Αμπάλ Ορ πετάγεται πάνω και μου παίρνει κουβά και σφουγγαρίστρα από τα χέρια. Τον βλέπω πώς σφουγγαρίζει. Είναι φανερό ότι δεν τό´χει ξανακάνει. Βουτάει τη σφουγγαρίστρα στο νερό και τη βγάζει χωρίς να τη στραγγίξει. Το μέρος γεμίζει αμέσως νερά. Εγώ πιάνω να κάνω το άλλο μισό δωμάτιο με τον άλλο κουβά. Δεν του λέω τίποτα, αλλά σφουγγαρίζω στύβοντας έντονα τη σφουγγαρίστρα, για να με δει και να με μιμηθεί. Ο Μουσά έχει κάτσει στην πολυθρόνα και μας βλέπει. Περνάω από μπροστά του και τον βάζω να σηκώσει τα πόδια του για να περάσω τη σφουγγαρίστρα από κάτω. Γελάει. Την επόμενη φορά που κοιτάω να δω τι κάνει ο Αμπάλ Ορ, τον βλέπω να στύβει και τη δικιά του σφουγγαρίστρα και να μαζεύει τις λάσπες που έχει κάνει. Η δουλειά γίνεται από μισή κι έτσι τελειώνει γρήγορα. Μετά, καθόμαστε έξω και παραγγέλνουμε για τους φιλοξενούμενούς μας καφέ. Ο ένας ζητάει έναν καπουτσίνο μέτριο ζεστό και ο άλλος τούρκικο γλυκό. Μέχρι να έρθουν οι καφέδες βγάζουν ένα τετραδιάκι μικρό που έχει πάνω τον Βen10 και γράφουν εναλλάξ. Τις εμπειρίες τους από την Αγκαλιά γράφουν. Στις προηγούμενες σελίδες είναι γραμμένοι στα αγγλικά οι σταθμοί του ταξιδιού τους και στα αραβικά το υπόλοιπο της ιστορίας τους.

Μέσα σε δυο ώρες τους έχουμε βρει αυτοκίνητο να τους πάει στη Μυτιλήνη. Προσφέρεται ένας εθελοντής να τους κατεβάσει. Φεύγουν. Χαιρετούν, μας αγκαλιάζουν συγκινημένοι, τους ευχόμαστε καλή τύχη και καλό ταξίδι και φεύγουν. Η Αγκαλιά μένει εντελώς άδεια. «Μακάρι να μείνουν έτσι τα πράγματα» λέει ο Πάτρικ «για να φύγουμε από εδώ, που δε θα μας χρειάζονται πια, και να πάμε στη Συκαμιά που δεν υπάρχει ούτε ένας εθελοντής, ούτε μια οργάνωση».

Ο Πάτρικ έχει πιεστεί πολύ τις τελευταίες βδομάδες. Είχε να τα βγάλει πέρα με 700 περίπου ανθρώπους, σχεδόν ολομόναχος. «Ξέρεις» μου λέει σε λίγο που καθόμαστε οι δυο μας έξω «χτες το βράδυ πετάχτηκα μέσα στη νύχτα ιδρωμένος και νόμιζα ότι κοιμόμουν με άλλα 300 άτομα. Σηκώθηκα να πάω στην τουαλέτα και φώναζα σε όλους αυτούς τους πρόσφυγες να φύγουν από κοντά μου για να μπω στην τουαλέτα μόνος. Μου πήρε πέντε λεπτά να καταλάβω ότι ήμουν μόνος μου στο σπίτι».



Ημέρα 3η

Από χτες το βράδυ συνεχώς βρέχει. Βροχή που δυναμώνει και ξαναγίνεται ψιχάλα, αλλά δε σταματά ποτέ. Η Αγκαλιά σήμερα δεν φιλοξενεί κανέναν. Οργανώθηκαν, επιτέλους, τα δρομολόγια των λεωφορείων από το Μόλυβο κατευθείαν για Μυτιλήνη. Στο δρόμο για Μόλυβο είδα δυο τέτοια λεωφορεία γεμάτα κι ένα του ΟΗΕ άδειο. Πιθανόν ο καιρός να επηρεάζει τις αναχωρήσεις από την Τουρκία. Αργότερα θα επηρεάσει και τις αφίξεις... Είδα επίσης ρούχα, παπούτσια και ισοθερμικά αλουμινόχαρτα πεταμένα στις άκρες του δρόμου, να μαρτυρούν την πορεία των προσφύγων.



Ημέρα 4η

Χθες δεν είχαμε καθόλου κόσμο, οπότε έχω σχεδιάσει να πάω στο Μόλυβο, να δω πώς έχει η κατάσταση εκεί. Εδώ όμως δεν υπάρχουν πλάνα ή, όπως λέει ένα τούρκικο ρητό που αρέσει στον Πάτρικ, «τα σχέδια υπάρχουν για να γελάει ο θεός». Συνεπώς, όταν περνάω από την Αγκαλιά λίγο μετά τις 9 τη βλέπω γεμάτη κόσμο. Δεν τους περιμέναμε, αλλά ήρθαν. «Δεν τηλεφωνούν για να κάνουν κράτηση και να μας πουν ό,τι έρχονται», κι αυτό ο Πάτρικ το λέει, όταν ρωτάμε αν περιμένουμε κανέναν. Στην Αγκαλιά, λοιπόν, βρίσκονται από χτες το βράδυ 25 περίπου ενήλικες με 15 παιδιά από τεσσάρων μηνών μέχρι δέκα-δώδεκα χρονών.

Οι μισοί ακόμα κοιμούνται, οι υπόλοιποι είναι έξω. Μαθαίνω ότι έφτασαν κατά τις δέκα το βράδυ βρεγμένοι ως το κόκκαλο. Τα ρούχα τους είναι απλωμένα και στεγνώνουν. Στο Μόλυβο χτες έφτασαν περίπου 40 βάρκες και 1500 άτομα περίμεναν τα λεωφορεία που, όμως δεν ήρθαν ποτέ κι ήταν αδύνατον να φιλοξενηθούν όλοι αυτοί στον καταυλισμό του Oxy. Έτσι, η Μελίντα, που ασχολείται με τους πρόσφυγες στο Μόλυβο, τηλεφώνησε στον Πάτρικ και ρώτησε αν έχουμε χώρο για να κοιμίσουμε 15 άτομα. Τελικά δεχτήκαμε γύρω στους 40.

Οι σημερινοί μας φιλοξενούμενοι δείχνουν, ως επί το πλείστον, πολύ πλούσιοι. Οι κύριες κάθονται και παρακολουθούν τις δουλειές που γίνονται γύρω τους, οι άντρες φορούν ακριβά ρούχα, Gucci, Armani, Prada, τα κινητά τους είναι όλα τελευταία μοντέλα. «Στον τόπο τους αυτοί ήταν άρχοντες» σκέφτηκα και αμέσως θυμήθηκα τις μαρτυρίες των Μικρασιατών προσφύγων που είχαν φτάσει κι αυτοί έτσι, πλούσιοι και καλομαθημένοι, και τους έδειχναν με το δάχτυλο, γιατί είχαν λέει ακριβά γούστα, τρόπους και ρούχα. Όταν φεύγεις από το σπίτι σου μέσα στον πόλεμο και γίνεσαι πρόσφυγας, θαλασσοπνίγεσαι και υφίστασαι τα μύρια όσα μέχρι να φτάσεις, αν φτάσεις, κάπου, στη βαλίτσα σου έχεις ό,τι υπήρχε στη ντουλάπα σου. Αν αγόραζες ρούχα ακριβά, ρούχα ακριβά θα πάρεις μαζί σου.

Κι όλοι αυτοί δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από τα ακριβά τους ρούχα και τα κινητά...

Λίγο μετά από μένα φτάνει από την αποθήκη η Λιάνα με το αυτοκίνητό της γεμάτο φάρμακα και τρόφιμα. Οι εθελοντές γεμίζουμε την αγκαλιά μας κρουασάν και τα μοιράζουμε σε όσους είναι ξύπνιοι, ενώ αφήνουμε ένα πλάι στο κεφάλι όσων κοιμούνται, για να το βρουν μόλις σηκωθούν. Μέσα σε όλον αυτόν το χαμό έχουμε και το σκυλί να τρέχει ανάμεσά μας και να παίζει μες στα πόδια μας, πηδώντας πάνω σε όποιον βρίσκεται μπροστά της. Τα πιτσιρίκια τη φοβούνται, αλλά την προκαλούν κιόλας, πηγαίνοντας κοντά της φωνάζοντας. Αυτή τους γαυγίζει ή πάει να πέσει πάνω τους κι αυτά τότε τρομοκρατούνται και φεύγουν τσιρίζοντας. Μετά από λίγο ξανάρχονται και το παιχνίδι ξαναρχίζει. Είναι εντελώς αδύνατον να ηρεμήσεις τα παιδιά και το σκυλί, που είναι κι αυτή σχεδόν κουτάβι.

Υποχρεωτικά λοιπόν, τη σκυλίτσα μας αποφασίζουμε να τη δέσουμε σε μία άκρη. Ο Πάτρικ μάλιστα βρίσκει και της βγάζει από μέσα ένα χαλάκι για να κάτσει πάνω του. Με το που το βλέπει η σκυλίτσα αρχίζει να το ξεσκίζει, να το δαγκώνει και να του τραβάει τα κρόσσια. «Όλα λάθος τα κάνω πια μ´ αυτό το σκυλί!» φωνάζει δήθεν απελπισμένα ο Πάτρικ. «Όταν ο θεός των σκύλων μοίραζε μυαλά αυτή κυνηγούσε γάτες» λέει χειρονομώντας έντονα. Όσοι κάθονται έξω και βλέπουν τη σκηνή ξεκαρδίζονται στα γέλια.

Μόλις το λύνουμε κι αυτό προκύπτει άλλο πρόβλημα. Δεν έχουμε άλλα μπουκάλια με νερό και μια μητέρα μας ζητάει βραστό νερό για να φτιάξει γάλα στο μωρό της. Το αιώνιο πρόβλημα. Δεν έχουμε πού και πώς να βράσουμε νερό. Ο Πάτρικ ασχολείται ταυτόχρονα με δέκα πράγματα, οι υπόλοιπες κοπέλες ψάχνουν να βρουν αυτά που τους ζητούν οι πρόσφυγες και να βάλουν μια τάξη. Εγώ δεν κάνω τίποτα κι έτσι πετάγομαι με το ποδήλατο ως το κοντινότερο σούπερ μάρκετ. Παίρνω μια δωδεκάδα νερά μικρά και μια εξάδα μεγάλα. Τα γυρίζω πίσω στην Αγκαλιά και μετά πάω να δοκιμάσω την τύχη μου με το ζεστό νερό. Μπαίνω σε καφετέριες, φούρνους και ζαχαροπλαστεία και τους παρακαλώ να μου ζεστάνουν λίγο νερό. Καταλαβαίνω ότι όλοι τους μαντεύουν από πού έρχομαι, όλοι μου λένε πόσο θα ήθελαν να βοηθήσουν, αλλά δεν έχουν μπρίκι, δεν έχουν βραστήρα, δεν έχουν γκαζάκι... Γυρίζω πίσω άπρακτη. Δεν καταφέραμε εκείνη τη μέρα να ζεστάνουμε νερό.

Στο καπάκι προκύπτει άλλο πρόβλημα. Η Ελένη και η Ρενάτα, φοιτήτριες της Νομικής απ´ την Αθήνα κι εθελόντριες ζητούν το τηλέφωνο της Μυρτώς. Μαθαίνω τι τρέχει από μια κυρία, η οποία με αγγλικά και παντομίμα μας εξηγεί ότι χτες ξέχασε την τσάντα της στο αυτοκίνητο που την έφερε στην Αγκαλιά. Ήταν μια τσάντα γυναικεία, μετρίου μεγέθους, μάρκας Nike και χρώματος σκούρου μπλε και είχε μέσα, όπως λέει, τα πιο πολύτιμα αντικείμενα της ζωής της. Αν και κινητοποιήσαμε γη και ουρανό η τσάντα δε βρέθηκε, μάθαμε όμως την ιστορία της γυναίκας, της οποίας το όνομα, δυστυχώς, δε μπόρεσα να συγκρατήσω...

Στη Συρία ήταν δασκάλα. Έχει τέσσερις γιούς και μια κόρη. Δυο από τα παιδιά της είναι στο Ντουμπάϊ και δουλεύουν, αλλά η υπόλοιπη οικογένεια δεν μπορεί να πάει εκεί. Χρειάζονται βίζα και δεν τους τη δίνουν. Έτσι πήραν το δρόμο για τη Γερμανία. Μας λέει ότι πήγε πανεπιστήμιο για ένα χρόνο και σπούδασε αραβικά. «Δε με νοιάζει να έχω να φάω. Θέλω να δουλεύω, θέλω να διδάσκω» μας λέει, με φωνή που τρέμει από την ένταση και την αγωνία να μας κάνει να καταλάβουμε τι μας λέει. Μετά μας μιλάει για την πόλη της, «την πιο όμορφη πόλη του κόσμου» και το πώς καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς. Τα λέει και κλαίει. Η Μάνια της χαϊδεύει την πλάτη. Στην τσάντα που έχασε, μας εξηγεί, είχε αραβικά κείμενα. Για να μπορέσει να συνεχίσει τη δουλειά της όπου φτάσουν.

Οι πρόσφυγες μπαινοβγαίνουν στην Αγκαλιά περιμένοντας να δουν τι θα γίνει. Αναγκάζουμε αυτούς που καπνίζουν να βγουν έξω. Τα παιδιά μπαινοβγαίνουν κι αυτά, παίζοντας με κούκλες, αρκουδάκια και παλεύοντας το ένα με το άλλο. Κάποια στιγμή πιάνει μια ξαφνική και δυνατή βροχή. Όλοι τρέχουν μέσα, εκτός από κάποιες γυναίκες, που ορμάνε στις απλώστρες για να μαζέψουν τα απλωμένα ρούχα. Τις στέλνουμε μέσα για να μη βραχούν και τα μαζεύουμε εμείς. Όταν όλα τα ρούχα έχουν μαζευτεί και όλοι, μικροί-μεγάλοι, είναι μέσα και στεγνοί, ξαναβγαίνω έξω για να λύσω το σκυλί, να πάει κάπου να γλυτώσει από τη μπόρα, γιατί βρέχεται και μυξοκλαίει. Στο μεταξύ όμως η βροχή σταματά, οπότε αποφασίζω να την αφήσω δεμένη στην κολώνα και ασχολούμαι απλώς με το να τη σκουπίσω καλά. Με το που τελειώνω πέφτουν δυο κεραυνοί και η βροχή ξαναρχίζει με κάτι σταγόνες χοντρές σαν καρύδια. Μέχρι να βρίσω θεούς και δαίμονες πετάγονται από μέσα δυο από τους Σύρους που μιλούσαν αγγλικά κρατώντας ένα από τα ισοθερμικά αλουμινόχαρτα που τους μοιράζουν όταν βγαίνουν από τη θάλασσα. Το δένουν ανάμεσα σε δυο μπουγαδόσκοινα και με φωνάζουν να βάλω το σκυλί να κάτσει από κάτω. Δεν έχω προλάβει να κάνω ούτε κίνηση. Τους χαμογελώ δακρύζοντας και σηκώνομαι να πάω κοντά τους και να τους ευχαριστήσω. Αυτοί χαμογελούν και ξαναγυρνούν μέσα πριν τους πω κουβέντα.

Κάποια στιγμή έρχεται ο Πάτρικ να αναγγείλει ότι σε σαράντα λεπτά με μια ώρα θα έχουμε λεωφορείο. Διαδίδουμε το νέο κι αμέσως όλοι αρχίζουν να ετοιμάζονται. Σηκώνονται από τα κρεβάτια και τα στρώματα κι αρχίζουν να μαζεύουν τα πράγματά τους. Ταυτόχρονα αρχίζει και η αναζήτηση ρούχων και στεγνών παπουτσιών. Ό,τι δεν υπάρχει στο δωματιάκι της Αγκαλιάς έρχεται από την αποθήκη στα Δάφια. Τα κορίτσια που είναι εκεί κάνουν τουλάχιστον τρία δρομολόγια, φέρνοντας παπούτσια και ρούχα στα νούμερα και τα μεγέθη που τους ζητάμε. Όσο οι γυναίκες τακτοποιούνται και ντύνουν τα παιδιά τους οι άντρες αρχίζουν το καθάρισμα. Πρώτα στρώνουν τα κρεβάτια και μαζεύουν τις κουβέρτες που χρησιμοποίησαν. Μετά ζητούν μια σκούπα. Τους τη δίνω κι αρχίζουν να σκουπίζουν το δωμάτιο. Πριν τελειώσει καλά-καλά το σκούπισμα, ένας απ´ αυτούς γεμίζει ένα μπουκάλι με νερό και σαπούνι από το μπάνιο και περιχύνει το δάπεδο. «Τώρα μάλιστα. Θα γεμίσουμε λάσπες» σκέφτομαι και τρέχω να βρω μια σφουγγαρίστρα πριν γίνουν όλα χάλια. Με το που μπαίνω μέσα μια γυναίκα μου την παίρνει από τα χέρια κι αρχίζει να μαζεύει αυτή τα νερά. Βάζω μέσα και δυο κουβάδες, να στραγγίζουμε τα σφουγγαρόπανα, και αρχίζω να μαζεύω νερά με τη δεύτερη σφουγγαρίστρα. Στο μεταξύ, ένας άλλος άντρας έχει βρει υαλοκαθαριστήρα από αυτούς που χρησιμοποιούνται για τις βιτρίνες και κάνει το πάτωμα μ´ αυτήν. Μοιραία, εδώ κι εκεί σχηματίζονται μικρές λασπωμένες λιμνούλες με σκουπίδια. Προσπαθώ να μαζέψω τα νερά, όταν βλέπω με την άκρη του ματιού μου έναν από τους άντρες που σκέπασαν το σκυλί, να μιμείται τις κινήσεις μου με την άλλη σφουγγαρίστρα. Από λιμνούλα σε λιμνούλα, το μέρος αρχίζει να καθαρίζει. Κάποια στιγμή, η ίδια γυναίκα που είχε έρθει και πριν μου ξαναπαίρνει τη σφουγγαρίστρα από τα χέρια, λέγοντάς μου κάτι που μου μοιάζει με κατσάδα στα αραβικά. Κάποια στιγμή, ο άντρας που καθαρίζει τα νερά βλέπει τους δυο κουβάδες μες στη μέση, με κοιτάει αυστηρά και μου φωνάζει «This out. Can't work».

Όσο οι πρόσφυγές μας σκουπίζουν και σφουγγαρίζουν, οι εθελοντές βρισκόμαστε παντού ταυτόχρονα για να βρούμε στεγνά παπούτσια, ένα παλτό, γάλα παιδικό, ένα κρουασάν, ένα σουτιέν που χάθηκε, να πιάσουμε τα πιτσιρίκια που παιζοτσακώνονται και πέφτουν και χτυπάνε, να μαζέψουμε το γάλα που έχυσε ένα δίχρονο αγοράκι όταν δεν το κοίταζε κανείς, να... να... Κι όπως πάω να βρω ένα ζευγάρι παπούτσια αγορίστικα νούμερο 35, με την άκρη του ματιού μου βλέπω την Κριστίν, που της έκλεψαν το κινητό, να έχει μαζέψει γύρω της όσους καθαρίζουν και να τους λέει στα αγγλικά και σε παντομίμα «Σας ευχαριστώ τόσο πολύ γι αυτό που κάνετε! Ξέρετε, κανείς άλλος ως τώρα δεν έχει καθαρίσει έτσι. Με συγκινείτε και θέλω να κλάψω...» Οι άντρες της χτυπάνε ελαφρά την πλάτη και πάνε να φύγουν αμήχανα. Συνήθως ντρέπονται όταν τους ευχαριστούμε που μας βοηθούν. Νιώθουν υποχρεωμένοι και θέλουν να νιώθουν χρήσιμοι. Η Κριστίν δεν τους αφήνει να φύγουν έτσι. Τους στήνει όλους απέναντι της και τους φωτογραφίζει πριν προλάβουν να αρνηθούν. «Για να τους θυμάμαι όλους» δικαιολογείται μετά.

Ένας άλλος μου ζητάει ένα ζευγάρι γάντια. Θέλει να καθαρίσει την τουαλέτα. Προηγουμένως, προσπαθούσε να πείσει τον Πάτρικ να αφήσει λεφτά στην Αγκαλιά, για να βοηθήσουμε κι άλλους Σύρους. Ο Πάτρικ του λέει να κρατήσει τα λεφτά του γιατί θα τα χρειαστεί στη διαδρομή προς την Ευρώπη. «Είμαι πολύ πλούσιος» εξηγεί. Στη Συρία ήταν μηχανικός. «Εσείς βοηθάτε όλους τους Σύρους που έρχονται εδώ. Εγώ όχι, δεν μπορώ. Εγώ θέλω να βοηθήσω εσάς για να συνεχίσετε να τους βοηθάτε» λέει.



Όσο περιμένουμε το λεωφορείο, η Σιλβί, εθελόντρια από τη Νορβηγία, πιάνει την κουβέντα με όσους μιλούν αγγλικά. Τους ρωτά από πού είναι και τους διηγείται το ταξίδι της στη Συρία, πριν από 10 χρόνια, «πριν από τον πόλεμο». Οι άντρες τη ρωτούν πού πήγε και τι είδε. Η Σιλβί απαντά: «Πήγα σε πολλά όμορφα μέρη. Μ´ άρεσε πολύ αυτό το ταξίδι. Ήταν πολύ ωραία χώρα η Συρία πριν από τον πόλεμο. Πήγα στη Δαμασκό, στη Χομς, πανέμορφες πόλεις...» Στο άκουσμα των ονομάτων ένας από τους άντρες που σκούπιζαν βγαίνει να ακούσει τι λέμε. Ακούει τη λέξη «Δαμασκός» και το πρόσωπό του φωτίζεται. Οι υπόλοιποι δακρύζουν.

Με τα πολλά, φτάνει το λεωφορείο. Όλοι βγαίνουν έξω. Επικρατεί πανζουρλισμός. Η παραγγελία για παπούτσια που κάναμε στα κορίτσια στην αποθήκη δεν έχει προλάβει να φτάσει, η Νάντια ακόμη το φέρει βαρέως. Οι μανάδες βγαίνουν έξω και ζητούν χυμούς και κονσέρβες για να πάρουν μαζί τους, παιδικό γάλα για τα μωρά, μαχαιροπήρουνα, μπισκότα. Τους γεμίζουμε τις τσάντες και προσπαθούμε να τις κάνουμε να βιαστούν να ανέβουν στο λεωφορείο. Όλο και ζητούν πράγματα, μέχρι που ο Πάτρικ με αναγκάζει να σταματήσω να τις βοηθάω γιατί αλλιώς δε θα επιβιβαστούν ποτέ. Τότε, ένα μικρό κοριτσάκι έρχεται και με σκουντάει. Μου λέει κάτι που νομίζω ότι είναι «ευχαριστώ» στα αραβικά. Μου αγκαλιάζει τα πόδια, γιατί μου φτάνει ως τη μέση, σκύβω να την πάρω αγκαλιά και μου σκάει ένα φιλί στο μάγουλο. Φιλάει επίσης τη Μάνια και μετά τρέχει ντροπαλά και κρύβεται στις φούστες της μάνας της. Τα πιτσιρίκια φεύγουν κρατώντας τα περισσότερα ένα μπαλόνι φτιαγμένο από πλαστικά γάντια μιας χρήσης που τους τα φούσκωσα για να σταματήσουν να γκρινιάζουν. Οι γυναίκες μας ευχαριστούν κι όλο γυρίζουν για να πουν ένα ακόμη αντίο. Ένας ένας χαιρετούν και φεύγουν. Δακρυσμένοι ευχαριστούν για ό,τι τους δώσαμε και ζητούν συγγνώμη για την αναστάτωση. Περνά από δίπλα μου και ο μπαμπάς της Μούνα. Η Μούνα είναι ένα κοριτσάκι τεσσάρων μηνών που μοιάζει με κούκλα παιδική. Δεν ξέρουν πού πάνε. Όπου βρουν. Ίσως στη Γερμανία, ίσως στη Σουηδία, ίσως στην Αυστρία. «Ευχαριστούμε για όσα κάναμε και συγγνώμη που σας γίναμε βάρος» μας λέει ο άνθρωπος και είναι δακρυσμένος.

Μπαίνουν στο λεωφορείο και τα μικρά κολλάν τα μουτράκια στα παράθυρα και γίνονται πλακέ. Μας κοιτούν χαμογελαστά. Διστακτικά, σηκώνω το χέρι μου και τους χαιρετώ. Πέντε χέρια σηκώνονται να μου απαντήσουν. Των παιδιών. Μετά χαιρετούν οι μανάδες τους. Τώρα χαιρετάμε όλοι φωνάζοντας «Καλή τύχη! Καλό ταξίδι! Προσέξτε! Φτάστε καλά!». Γυρνούν και χαιρετούν οι υπόλοιπες γυναίκες, οι άντρες, όλοι. Οι εθελοντές, εφτά, νομίζω, άτομα εκείνη τη στιγμή, χαιρετάμε όλοι μαζί. Κανείς δεν μιλάει. Κάποιοι που προσπαθούν δεν μπορούν. Το λεωφορείο ξεκινάει. Όλοι είναι γυρισμένοι προς τα πίσω και χαιρετούν. Κι εμείς το ίδιο. Μας στέλνουν φιλιά κι εμείς ανταποδίδουμε. Τους κάνουμε το σήμα της νίκης, χαιρετάμε ασταμάτητα. Κάποιοι από αυτούς φέρνουν το χέρι στη καρδιά, ευχαριστώντας άλλη μια φορά. «Πουθενά αλλού δε μας συμπεριφέρθηκαν έτσι» μας είχε πριν φύγει ο μπαμπάς της Μούνα. Το λεωφορείο χάνεται στη στροφή. «Έφυγαν» λέει κάποιος. «Μακάρι να τα καταφέρουν να περάσουν από όλα αυτά τα σύνορα και να φτάσουν» λέει κάποιος άλλος. Καθόμαστε στις καρέκλες.

Το αντίδοτο στην αναχώρηση των προσφύγων είναι να πέσουμε με τα μούτρα στη δουλειά. Στρώματα που πρέπει να μαζευτούν, κουβέρτες να τιναχτούν, παπλώματα να απλωθούν, σκηνές αδιάβροχες να στηθούν στο χωράφι στο πλάι, σκούπισμα κάτω από τα κρεβάτια κι ένα καλό σφουγγάρισμα με χλωρίνη. Σκουπίζουμε, σφουγγαρίζουμε και συμμαζεύουμε έτσι για κανένα δίωρο, ανταλλάσσοντας ιστορίες και εμπειρίες. Μόλις τελειώνουμε αφήνουμε τον Πάτρικ με τον Απόστολο στην Αγκαλιά και πάμε με την Ελένη και τη Ρενάτα ως την αποθήκη, να βοηθήσουμε τις κοπέλες που είναι εκεί. Μέσα στην αποθήκη γίνεται ο κακός χαμός στο δωματιάκι όπου αποθηκεύονται τα ρούχα. Έρχονται κούτες και δέματα καθημερινά από την Ελλάδα και τον κόσμο. Άλλα φτάνουν σε σακούλες, τακτοποιημένα σε φορεσιές (μπλούζα, παντελόνι, εσώρουχο, κάλτσες) που γράφουν τι είναι το καθένα, άλλα φτάνουν χύμα. Τα ταξινομούμε ανά φύλο και ανά μέγεθος. Άπειρα τα παιδικά και τα μωρουδιακά ρουχαλάκια που πιάνουν το μισό δωμάτιο. Επίσης πολλά τα γυναικεία. Ελάχιστα όμως είναι τα ανδρικά, λες κι οι άντρες δεν έρχονται ή δεν έχουν ανάγκες...

Ανοίγουμε σακούλες και σακουλάκια για άπειρη ώρα. Από ένα σημείο κι έπειτα, η δουλειά γίνεται μηχανικά «γυναικείο μίντιουμ, αγόρι 2-3 ετών, κορίτσι 0-1, βάλτο στα μωρουδιακά αυτό, δε χωράει στην άλλη κούτα» και κάπως έτσι οι στοίβες μειώνονται και τα ρούχα τακτοποιούνται, μέχρι αύριο που θα φτάσουν νέες κούτες και σακούλες με ρούχα. Σε πολλά πακετάκια βρίσκουμε σημειώματα και γράμματα. Τα κολλάμε όλα στους τοίχους για να τα διαβάσουμε ένα-ένα αργότερα.

Τελειώνοντας, σκουπίζουμε και σφουγγαρίζουμε για χιλιοστή φορά το μέρος και καθόμαστε όλοι μαζί στην κουζίνα. Λίγο μετά έρχεται κι ο Πάτρικ από την Αγκαλιά. Καθόμαστε όλοι μιλώντας και γελώντας σαν να γνωριζόμαστε και να είμαστε φίλοι καιρό τώρα. Σαν να γνωριζόμαστε από πάντα... Ο Πάτρικ, ζητώντας τσιγάρο και καφέ, απαντάει στις ερωτήσεις μας για το τι γίνεται στην Αγκαλιά.
Έφτασαν δυο Σύροι μας λέει. Με το λεωφορείο. Από τη Μυτιλήνη. «Πλάκα μας κάνεις!» φωνάζουμε εν χορώ.

Δεν κάνει πλάκα. Στη Μυτιλήνη σταμάτησαν να τους ταΐζουν και δεν έχει άλλο χώρο για να κοιμηθούν. Κάποιος τους είπε για την Αγκαλιά στην Καλλονή. Χαρτιά είχαν, πήραν το λεωφορείο κι ήρθαν. Αύριο θα έρθουν κι άλλοι να μείνουν και να φάνε. Θα φύγουν όταν έρθει η ώρα να πάρουν το καράβι λένε...

Το βράδυ γυρίζω στο δωμάτιο κατάκοπη. Μυρίζω σκόνη, ιδρώτα και χνώτο άλλων ανθρώπων. Τα χέρια μου μυρίζουν πλαστικά γάντια μιας χρήσης και τα πόδια μου πονάνε. Γυρίζω και είμαι ράκος σωματικά αλλά, κυρίως, ψυχικά. Βλέπω στον ύπνο μου τους ανθρώπους που συνάντησα το πρωί. Αναρωτιέμαι πού νά´ ναι, τι να κάνουν, πού να βρίσκονται, πώς περνούν, αν τους φέρονται καλά... Αν το γάλα που δώσαμε σ´ εκείνο το λιλιπούτειο μωρό του έφτασε. Αν τα μπαλόνια από γάντια που πήραν τα δυο αδελφάκια για να μην κλαίνε ξεφούσκωσαν. Αν θα μας θυμούνται ποτέ. Αν θα φτάσουν και αν θα στεριώσουν. Τι θα συναντήσουν... Βλέπω φωτογραφίες και πλάνα από την Αθήνα και από τα σύνορα και ψάχνω μήπως αναγνωρίσω κανέναν. Μετά σκέφτομαι ότι ακόμη στο λιμάνι θα είναι οι άνθρωποι ή, το πολύ, στο καράβι. Από τη στιγμή όμως που πιάνεις την κουβέντα, βλέπεις πρόσωπα και μαθαίνεις ιστορίες, ανησυχίες και όνειρα είναι αδύνατον να μην ανησυχείς τι θα γίνουν κι αν θα φτάσουν. Τους κουβαλάς μέσα σου...

Κι όλα αυτά που σε κάνουν να κλαις και να νιώθεις άσχημα για όλα αυτά τα που έχεις και τα θεωρείς αυτονόητα, είναι τα ίδια που σε κινούν να ξυπνάς με όρεξη το άλλο πρωί. Να πας να δεις ποιος άλλος σε χρειάζεται. Τίνος τα βρεμένα παπούτσια θα βγάλεις, τίνος τα ιδρωμένα ρούχα θα μαζέψεις, τίνος το χέρι θα σφίξεις, τίνος την απελπισία θα αναβάλεις για λίγες ώρες με λίγα χαμόγελα και λίγα «don't worry». Μακάρι να μπορούσαμε να υποσχεθούμε σε όλους αυτούς ότι θα φτάσουν. Ότι οι Γερμανοί, οι Σουηδοί, οι Άγγλοι, θα τους δεχτούν με ανοιχτές αγκάλες και θα τους δώσουν την ευκαιρία που ζητούν. Ότι η προσφυγιά τους δε θα είναι για πάντα. Ότι μια μέρα θα γυρίσουν στην Συρία, θα ξαναχτίσουν τις πόλεις και τις ζωές τους εκεί απ´ όπου, αν ήταν στο χέρι τους, δε θα έφευγαν ποτέ.



Ημέρα 5η

Ξυπνάω στις οχτώ το πρωί από μόνη μου, χωρίς ξυπνητήρι. Εννιά παρά δέκα βρίσκω τον Πάτρικ στην Αγκαλιά. Δεν έχουμε κόσμο σήμερα, όποτε μου προτείνει να περιμένω την Ελένη και τη Ρενάτα και να πάμε για δουλειά στην αποθήκη. Λίγο μετά φτάνει ο Αποστόλης, έρχεται και η Έλλη. Καθόμαστε όλοι μαζί στον ήλιο και κουβεντιάζουμε όσο το σκυλί, που έχει πια αποφασίσει να μείνει φαίνεται στην Αγκαλιά, μας λασπώνει τα παντελόνια και μας δαγκώνει τα παπούτσια και τα χέρια. «Δε νομίζετε ότι πρέπει να της βρούμε ένα όνομα;» λέει η Έλλη. «Ναι. Κάποιοι πρότειναν να τη βγάλουμε Αγκαλιά, εξάλλου είναι το σκυλί μας τώρα πια» της απαντάει ο Πάτρικ.

Συμφωνούμε όλοι. Η σκυλίτσα θα ακούει πια στο Άγκι, από το Αγκαλιά. Έτσι, αφού έγινε κι αυτό και άλλη δουλειά στην Καλλονή δεν υπάρχει, ανεβήκαμε όλοι μαζί στην αποθήκη, στα Δάφια. Το μικρό μας καραβάνι αποτελούνταν από τη μηχανή του Πάτρικ, στην οποία από πίσω καθόταν η Έλλη, το διπλό ποδήλατο της Ρενάτας και της Ελένης, το ποδήλατο του Αποστόλη και το δικό μου.

Φτάνοντας στην αποθήκη τα βλέπουμε όλα ακριβώς όπως τα αφήσαμε χτες το βράδυ και σκεφτόμαστε ότι δε θά´ χουμε δουλειά σήμερα... Εξάλλου, όπως επισημαίνει και ο Αποστόλης, αυτές τις μέρες είναι και μια μεγάλη μουσουλμανική γιορτή, οπότε από την Τουρκία δε θα γίνουν αναχωρήσεις. Αργότερα, μαθαίνω ότι στο λιμάνι κάποιοι έχουν αγοράσει γλυκά και κερνούν τους εθελοντές για τη γιορτή.

Πιστεύουμε, λοιπόν, ότι δε θα έχουμε τίποτα να κάνουμε μέχρι που μπαίνουμε στο χώρο της μεγάλης αποθήκης. «Ρε σεις. Αυτά τα κουτιά ήταν εδώ χτες;» ρωτάει κάποιος. Μπροστά μας βρίσκεται ένας τεράστιος σωρός από σακούλες των ΕΛΤΑ και χαρτόκουτα. Και δεν ήταν εκεί χτες. Κάπως έτσι ξεκινάμε τη δουλειά. Ανοίγουμε κούτες και σακούλες, κοιτάμε τι έχουν μέσα, μεταφέρουμε τα φαγώσιμα και τα φάρμακα στην κουζίνα και προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο για να δουλεύουμε αποδοτικά. Αρχικά, αποφασίζουμε με τη Ρενάτα και την Ελένη να πάμε στην κουζίνα και να ασχοληθούμε με ό,τι πρέπει να γίνει εκεί. Κουβαλάμε καμιά δεκαπενταριά κούτες ως την κουζίνα κι αρχίζουμε να «σφάζουμε» με ένα κουζινομάχαιρο την ταινία με την οποία είναι δεμένες. Βγάζουμε από μέσα μπισκότα τύπου πτι μπερ, γάλα βρεφικό σε σκόνη σε άπειρες ποσότητες, φρυγανιές (συνολικά στην κουζίνα μέτρησα 96 μεγάλα πακέτα), κράκερ, χυμούς και κρουασάν. Κάποια πακέτα έχουν μέσα σοκολάτες που λιώνουν. Αυτές τις βάζουμε στο ψυγείο. Κάτι άλλα κακοπαθημένα από το ταξίδι μπισκότα και μερικές μισάνοιχτες συσκευασίες μπαίνουν στην άκρη. Θα τις μοιραστούμε όταν κάνουμε διάλειμμα, για τον κόπο μας. Και κάτι άλλο που αξίζει να σημειωθεί: Στο νεροχύτη βλέπω δυο συσκευασίες υγρό πιάτων της ΒΙΟΜΕ. Ενθουσιάζομαι και εξηγώ και στους άλλους τι εστί ΒΙΟΜΕ. Σε μια γωνιά της Λέσβου, στην Αγκαλιά, καθαρίζουν με ΒΙΟΜΕ!

Όταν τελειώνουμε με τα της κουζίνας, κλείνουμε τις κούτες, σημειώνουμε τι έχουν μέσα και πάμε να δούμε τι βοήθεια χρειάζονται στην αποθήκη. Οι κούτες είναι, κυριολεκτικά, άπειρες. Πιάνουμε ο καθένας από ένα πακέτο, το ανοίγουμε, κοιτάμε τι έχει μέσα και ταξινομούμε το περιεχόμενο. Τα δέματα έρχονται από παντού. Όσο ανοίγω κουτιά, φακέλους, σακούλες και τσάντες σκουπιδιών κοιτάω τον τόπο αποστολής που αναγράφεται στην απόδειξη των ΕΛΤΑ. Τα πακέτα έρχονται από τη Σητεία, τα Χανιά, το Ηράκλειο, πάρα πολλά από την Πάτρα και τη Θεσσαλονίκη, από την Καλαμαριά, την Ουρανούπολη Χαλκιδικής, το Βόλο, το Περιστέρι, το Παλαιό Φάληρο, το Ψυχικό, την Κηφισιά, το κέντρο της Αθήνας, ένα από το Ρότερνταμ...

Ορισμένα έχουν μέσα σημειώματα ή και γράμματα. Ο Πάτρικ έρχεται κάθε τόσο βάζοντας μου ένα χαρτί κάτω απ´ τη μύτη και φωνάζοντας «Τι λέει εδώ;» Κι εγώ διαβάζω και μεταφράζω. «Αγαπημένα μου αδέρφια, συνεχίστε την καλή δουλειά. Σας θαυμάζω από μακριά.» ή «Γεια σας εκεί στην Αγκαλιά, ελπίζω τα λίγα πράγματα που σας έστειλα να σας φανούν χρήσιμα». Σε ένα χαρτόκουτο γράφει «ο Γιαννάκης στέλνει ρούχα και παιχνίδια του για να βοηθήσει τα προσφυγόπουλα».

Κάποια στιγμή, ο Πάτρικ ανοίγει μια γυναικεία τσάντα. Στη εσωτερική της τσέπη βρίσκει ένα πενηντάρικο κι ένα σετ από λίμες. Το ίδιο και στην επόμενη. Δεν έχουν ξεχαστεί εκεί τα λεφτά, επίτηδες τα έχει βάλει εκεί η κυρία που τα έστειλε. «Παιδιά! Κερνάω μεσημεριανό!» μας φωνάζει ο Πάτρικ κι αμέσως τηλεφωνεί στο Γιώργο να του πει ότι έχει άλλα 100€ για το λογαριασμό της Αγκαλιάς.

Και η δουλειά συνεχίζεται. Βρίσκουμε ρούχα σε έτοιμα πακετάκια-φορεσιές, με ετικέτες απ´έξω από τα σακουλάκια που λένε τι έχει μέσα. Βρίσκουμε παπούτσια, παιχνίδια, πετσέτες, κουβέρτες, κονσέρβες, φάρμακα, και, φυσικά, γάλα βρεφικό σε σκόνη. Την εκατομμυριοστή φορά που από την κούτα βγαίνει γάλα σε σκόνη η Ρενάτα φωνάζει «Ρε! Μαντέψτε τι βρήκα!» «Γάλα σε σκόνη!» της απαντάμε χορωδία. Μέχρι και ο Πάτρικ αναγνωρίζει πια αυτή τη φράση. «Τι θα φάμε;» ρωτάει το μεσημέρι ο Αποστόλης. «Να σας ανοίξω ένα γάλα σε σκόνη;» του απαντάω και γελάμε. Οι ποσότητες του βρεφικού γάλακτος σε σκόνη έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Έχουν γεμίσει όλα τα ντουλάπια της κουζίνας, τον πάγκο και μια στοίβα κούτες ως το ταβάνι της αποθήκης.

Και η δουλειά συνεχίζεται. Μέσες πονάνε, δάχτυλα έχουν σκιστεί, ιδρώτας τρέχει, τέλος πάντων, κάποια στιγμή τελειώνουμε και κοιτάμε περήφανοι τον άδειο χώρο. Και τότε ακούμε την κόρνα. Μόλις έφτασε ο Νίκος από το ταχυδρομείο με το βανάκι της Αγκαλιάς φορτωμένο κούτες και σακούλες. Είναι η δεύτερη μεταφορά του σήμερα. «Πάνω στην ώρα! Μόλις κάναμε χώρο» του φωνάζω. Την τρίτη φορά που έρχεται να ξεφορτώσει πακέτα τον υποδεχόμαστε με αναστεναγμούς. Η τέταρτη φουρνιά είναι από ένα κούριερ. Οκτώ τεράστιες κούτες που έρχονται από τη Γερμανία. Αυτές τις ανοίγει δικαιωματικά ο Πάτρικ, για να του αποδείξουμε ότι δεν είναι όλοι οι συμπατριώτες του όπως τους περιγράφει. Τώρα, είναι η δικιά μου σειρά να πηγαίνω κάθε τόσο δίπλα του και να του βάζω σημειώματα κάτω απ' τη μύτη, ρωτώντας «Ε, Πάτρικ, τι γράφει εδώ;».

Την πέμπτη φορά που φτάνει ο Νίκος με το μισογεμάτο βανάκι μόνο που δεν τον διώχνουμε με τις κλωτσιές. Το ξεπακετάρισμα δεν έχει τέλος. Τακτοποιούμε ρούχα, παπούτσια και γάλα σε σκόνη. Φάρμακα, γάζες, μπιμπερό, λούτρινα παιχνίδια, κουβέρτες, σκεπάσματα, πετσέτες, τσάντες, κονσέρβες... Μια αποστολή περιέχει καθαριστικά. Είναι , κι αυτά, της ΒΙΟΜΕ. Για κάθε πακέτο που ανοίγουμε φωνάζουμε τον τόπο αποστολής του. Φτάνει κι ο Παναγιώτης μετά το σχολείο του για να βοηθήσει. «Δε θα κάτσω, έχω διάβασμα» μας λέει και κάθεται μέχρι να τελειώσουμε.

Ανοίγω κι ανοίγω σακούλες και κούτες, χωρίς σταματημό. Μέσα σε ένα από αυτά βρίσκω μονά παπούτσια. Περίπου δέκα μονά παιδικά παπούτσια. Βρίζω. Ο Αποστόλης και ο Πάτρικ κουνούν αποδοκιμαστικά το κεφάλι. Χτες βρήκαμε σε μια σακούλα ένα μαγιό. «Αυτούς που το έστειλαν αυτό θέλω να τους σκοτώσω» μου είχε πει η Πέπη όταν της το έδειξα και σοβαρολογούσε. Κάποια στιγμή τα πακέτα -ω του θαύματος- τελειώνουν! «Δεν το πιστεύω ότι ήρθαν τόσα πράγματα, φαντάσου και να μην είχε κάνει ο Γιώργος έκκληση να μη στέλνουν άλλα» σχολιάζει η Έλλη. «Τι θα τα κάνετε όλα αυτά;» ρωτάει η Ρενάτα το Νίκο, αφού είναι φανερό ότι είναι πάρα πολλά μόνο για την Καλλονή. Μας απαντά ότι θα τα στείλουν στην Κω, την Κάλυμνο, την Τήλο, το Μόλυβο, τη Μυτιλήνη. Τίποτα δεν πρέπει να μείνει αποθηκευμένο στην Αγκαλιά.

Γύρω στις δυόμισι πάμε να φάμε κάτι σε ένα ταβερνάκι δίπλα στην αποθήκη. Καθόμαστε και τότε ο Πάτρικ μας λέει ότι το πρωί του τηλεφώνησε ένας από τους μεταφραστές του, τους πρόσφυγες που μιλούν αγγλικά δηλαδή και μας βοηθούν στη συνεννόηση, και του είπε ότι έφτασε στην Στουτγκάρδη και είναι ασφαλής. Όσο τρώμε μιλώντας για άλλα πράγματα έρχεται μήνυμα από το Γιώργο. Έχουμε ραντεβού στις πέντε στην αποθήκη για να φτιάξουμε 400 τοστ και να τα στείλουμε στο Μόλυβο. Το ίδιο μήνυμα στέλνει σε λίγο και η Ειρήνη, για επιβεβαίωση.

Γυρίζοντας πίσω στην αποθήκη βρίσκουμε την κουζίνα γεμάτη κόσμο και κούτες. Γνωριζόμαστε με την Ειρήνη, τη Βίκη και το Νίκο, το φαρμακοποιό του χωριού που έχει έρθει να βοηθήσει και ταξινομεί τα φάρμακα που έχουμε εξηγώντας μας τι κάνει το καθένα και πότε και για ποιους λόγους θα πρέπει να το δίνουμε. Στις πέντε και δέκα φτάνει η κυρία Ελένη για τα τοστ. Ο Πάτρικ καθαρίζει το μεγάλο τραπέζι της κουζίνας, βγάζει το ψωμί του τοστ, τα κορίτσια φέρνουν από το σούπερ μάρκετ μια κούτα με γαλοπούλα κι άλλη μια με τυρί κι αρχίζουμε τη δουλειά. Για να τελειώσουμε γρήγορα φτιάχνουμε μεταξύ μας μια αλυσίδα παραγωγής. Ο Πάτρικ απλώνει τις φέτες με το ψωμί, ο Αποστόλης βάζει τυρί, η Ρενάτα γαλοπούλα, η κυρία Ελένη κι η Ελένη πακετάρουν κι εγώ γεμίζω τις σακούλες. Τριάντα τοστ σε κάθε σακούλα είναι η οδηγία. Ολονών οι μέσες πονάνε από την ορθοστασία, το σκύψιμο και το κουβάλημα. Όσο εμείς ασχολούμαστε με τα τοστ, η Έλλη ταξινομεί φάρμακα και η Βίκη μας κόβει χαρτί κουζίνας για να τα συσκευάσουμε. Τριάντα-τριάντα και σακούλα-σακούλα το ψυγείο μας τιγκάρει. «Τριακόσια» ανακοινώνω μετά από δέκα σακούλες. Το τυρί, άρα και η δουλειά, τελειώνει στα 411 τοστ. Τα φορτώνουμε στο βανάκι με την Ειρήνη, τη Βίκη, την Έλλη και τον Πάτρικ, μπαίνουμε μέσα και μετά από μια στάση για φρούτα φεύγουμε για Μόλυβο.

Επιστρέφοντας το βράδυ στην Αγκαλιά βρίσκω τη Μάνια και τη Νάντια, που μόλις είχαν επιστρέψει κι αυτές. Ήταν όλη μέρα στην κατασκήνωση που έχει στήσει ο ΟΗΕ έξω από το Oxy, ένα κλαμπ κοντά στο Μόλυβο, και μας ανακοινώνουν ότι οι επικεφαλής του ΟΗΕ αποφάσισαν να διαλύσουν τις τέντες και να τοποθετήσουν σκηνές και κοντέινερ. «Τι είναι ΟΗΕ;» ρωτάει ο Πάτρικ. «United Nations» εξηγούμε. «United Nothing» σχολιάζει.



Ημέρα 6η

Ξημέρωσε η τελευταία μου μέρα στη Λέσβο και την Αγκαλιά. Πριν φύγω θέλω να κάνω μια τελευταία φορά τη διαδρομή από τη Σκάλα ως την Αγκαλιά με το ποδήλατο. Όταν φτάνω δεν είναι κανείς κι έτσι γυρίζω πίσω ήσυχη. Εξάλλου, έχουμε κανονίσει με το Χρήστο και την Έλλη να πάμε ως την Εφταλού, για να δούμε πώς είναι κι εκεί τα πράγματα. Στην πλατεία της Σκάλας μαζευόμαστε σχεδόν όλοι. Η Νάντια με τη Μάνια και την Κριστίν θα πάνε στο Oxy, να βοηθήσουν με την ανοικοδόμηση του καινούριου καταυλισμού. Οι τρεις κοπέλες είναι ενθουσιασμένες από την οργάνωση και την αποτελεσματικότητα των στελεχών του ΟΗΕ που έχουν φτάσει στο νησί για να οργανώσουν την προσπάθεια.

Ο Χρήστος, η Έλλη κι εγώ αποφασίζουμε να πάμε αρχικά προς Μόλυβο και βλέπουμε. Τελικά κατεβαίνουμε στο Oxy, γιατί η Νάντια μας είπε ότι θα χρειαστούν όλα τα διαθέσιμα χέρια. Στο Oxy βρίσκονται καμιά εβδομηνταριά πρόσφυγες, κυρίως οικογένειες, που μπαίνουν στα λεωφορεία και κατεβαίνουν στη Μυτιλήνη. Τα βαν των εθελοντών των διαφόρων οργανώσεων φέρνουν συνεχώς κόσμο, αλλά φτάνουν επίσης και άνθρωποι με τα πόδια από τον Μόλυβο, ίσως κι από πιο μακριά. Στο Oxy όλα βρίσκονται υπό έλεγχο. Τα σάντουιτς που φτιάξαμε χτες και τα φρούτα που τους πήγαμε μου τα δείχνει η Έλλη στα χέρια των προσφύγων. Όσο περιμένουμε στον καταυλισμό για να δούμε τι μας χρειάζονται μας πλησιάζει ο οδηγός του λεωφορείου που γεμίζει για να φύγει. Τυπικός Έλληνας ΚΤΕΛατζής. Ο Χρήστος τον ρωτά πόσα δρομολόγια θα κάνει σήμερα. Όσα χρειαστούν είναι η απάντηση. «Κοίτα τα παιδάκια» μας λέει. «Να, τις προάλλες έβγαλα ένα παιδάκι, κοριτσάκι, από τη θάλασσα. Μετά κάθισα κι έκλαιγα σα μωρό παιδί…» και είναι έτοιμος να δακρύσει. «Όχι μπανάνες μέσα στο λεωφορείο γαμώτο!» φωνάζει ξαφνικά και τρέχει να μοιράσει μια σακούλα στους πρόσφυγες για να βάλουν τα σκουπίδια. Μέχρι να ξεκινήσει τους πιάνει την κουβέντα.

Εμάς τελικά οι εθελοντές που δουλεύουν εκεί μας απαντούν πως δε χρειάζονται κανέναν και τίποτε άλλο αυτή τη στιγμή. Κατεβαίνουμε λοιπόν στο Μόλυβο. Αφού δεν υπάρχουν ανάγκες ούτε στο Μόλυβο, ούτε στο Oxy και μιας και δεν έχουμε μεταφορικό μέσο καθόμαστε για καφέ στο λιμάνι.

Εκεί, ο Χρήστος μας λέει εν συντομία την ιστορία της Αγκαλιάς, αλλά και τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει. Προβλήματα που αφορούν κυρίως σε θέματα οργάνωσης, ώστε να δουλεύουν οι εθελοντές, που πάνε κι έρχονται, με το ίδιο κάθε φορά σύστημα αλλά και για να αποφεύγονται οι καβγάδες όταν η κατάσταση φτάνει στο όριά της, όπως έγινε την προηγούμενη εβδομάδα, όταν έπρεπε να φιλοξενηθούν 350 άτομα.

Κάποια στιγμή, περνάει πίσω μας ένα σκάφος του λιμενικού, γεμάτο ανθρώπους. Χαιρετούν τον κόσμο που τους κοιτά και τους φωτογραφίζει από το λιμάνι. Τα παιδιά που βλέπω μέσα στο σκάφος είναι πάρα πολλά. Φορούν σωσίβια, άλλοι πορτοκαλιά, άλλοι μπλε σκούρα και κόκκινα. Οι λιμενικοί τους βοηθούν να αποβιβαστούν και τους δίνουν οδηγίες. Βγαίνουν στην αποβάθρα, φορτώνονται τα πράγματά τους και ξεκινούν το περπάτημα. «Ας μην περάσουν από δω…» σκέφτομαι. Δεν αντέχω στην ιδέα ότι θα περάσουν από δίπλα μου άνθρωποι βρεγμένοι και ταλαιπωρημένοι κι εγώ θα κάθομαι να τους κοιτάω πίνοντας καφέ. Δεν περνούν.



Κατά τις δυόμισι το μεσημέρι φτάνει η Βάνια με το αυτοκίνητό της για να μας πάρει και να μας πάει στον Έρικ, στην Εφταλού, να πάρουμε κάτι κουβέρτες και να τις πάμε στον Πάρη, στη Συκαμιά, και, με την ευκαιρία, να δούμε το μέρος και την κατάσταση που επικρατεί εκεί. Στη διαδρομή βλέπουμε ανθρώπους να περπατάνε μόνοι τους ή σε ομάδες των τριών-τεσσάρων ατόμων. Είναι στη συντριπτική τους πλειονότητα νεαροί άντρες νεαροί, κάποιοι είναι σχεδόν παιδιά. Οι εκφράσεις τους αλλάζουν ανάλογα με την απόστασή τους από την ακτή. Όσο πιο μακριά είναι και όσο περισσότερο έχουν περπατήσει τόσο πιο κουρασμένα κι απελπισμένα είναι τα πρόσωπα. Όσο πιο κοντά στην παραλία, τόσο μεγαλύτερος κι ο ενθουσιασμός τους. Κάποιοι μας κάνουν ωτοστόπ, αλλά δεν μπορούμε να τους πάρουμε. Είμαστε γεμάτοι και πάμε στην αντίθετη κατεύθυνση.

Ο δρόμος για την Εφταλού είναι σπαρμένος από ρούχα, παπούτσια και σωσίβια. Άπειρα σωσίβια, βουνά από σωσίβια πορτοκαλιά, κόκκινα και σκούρα μπλε. Σωσίβια που βρίσκονται παντού. Στο χώμα, στην άσφαλτο, σε στοίβες, σε βουναλάκια, σε δέντρα, σε θάμνους, σε βραχάκια. Ρούχα παρατημένα στην άκρη του δρόμου ή ακόμη κι απλωμένα τακτικά σε μάντρες και θάμνους. Παπούτσια τσακισμένα, φαγωμένα από το νερό και το περπάτημα που έμειναν στην άκρη του δρόμου, με τη μύτη τους να δείχνει την κατεύθυνση του πρώην κατόχου τους...

Η παραλία της Εφταλούς εμφανίζεται μετά από μια απότομη κατηφορική στροφή. Εκεί κάνει στάση το λεωφορείο που θα πάει τους ανθρώπους στο Oxy. Το πλήθος είναι μεγάλο. Μπροστά-μπροστά και πρώτα στη σειρά βρίσκονται τα παιδιά. Πολλά παιδιά. Ένα μπουλούκι από παιδιά που περιμένουν. Κατεβάζω τα μάτια. Πίσω τους οι γυναίκες και οι άντρες. Πρέπει να είναι περίπου διακόσια άτομα που βγήκαν από τις βάρκες πριν από ένα τέταρτο. Από εκείνο το σημείο ξεκινάει ο δρόμος για το μέρος που μένει ο Έρικ. Ένα μαγαζί που πουλάει κατασκευές από ξύλο, κερνάει καφέ, έχει άπειρες γάτες που τσακώνονται μεταξύ τους και συγκεντρώνει προμήθειες για τους πρόσφυγες. Νερά, φαγητά, ρούχα, παπούτσια, κουβέρτες, μάρσιπους και ό,τι άλλο μπορεί να χρειάζεται. Εκεί μαθαίνουμε για τον πόλεμο ανάμεσα στις ΜΚΟ που, προκειμένου να βάλουν την αιγίδα τους στα όποια έργα γίνουν ώστε να πάρουν έτσι χρήματα και επιχορηγήσεις, δε διστάζουν ακόμα και να δυσχεράνουν το έργο της ανακούφισης και βοήθειας των προσφύγων, όπως έγινε την προηγούμενη βδομάδα.

Από τον Έρικ παίρνουμε ένα πακέτο με ισοθερμικά αλουμινόχαρτα και μερικές κουβέρτες. Θα τις πάμε στη Συκαμιά, στον Πάρη, για όσους βγουν σ’ εκείνο το σημείο. Οι παραλίες στην Εφταλού είναι χρώματος πουά. Πορτοκαλιά στίγματα σε μαύρο φόντο. Οι μαύρες φουσκωτές βάρκες έχουν σκεπάσει σχεδόν κάθε ίχνος παραλίας, άμμου ή χαλικιού. Στις γωνιές σε λόφους ή πεταμένα παντού είναι τα σωσίβια. Δεν ξέρω γιατί η εικόνα με συγκλονίζει τόσο. Ίσως δεν είχα καταλάβει επαρκώς τη φράση «Λένε ότι η Εφταλού έχει γίνει μαύρη από τις βάρκες». Η Βάνια βιάζεται να φτάσουμε στον Πάρη για να γυρίσουμε στην Αγκαλιά και να προλάβω το ταξί που θα με πάει στο αεροδρόμιο. Κάποια στιγμή βλέπουμε στο βάθος δυο μαύρες βάρκες να πλησιάζουν. Αυτό όμως που κινητοποιεί όλους τους εθελοντές με τα φωσφοριζέ γιλέκα που περιπολούν στις παραλίες, είναι μια ξύλινη ψαρόβαρκα που έχει σχεδόν βουλιάξει από το βάρος. Η Βάνια σταματάει το αυτοκίνητο και κάνει επί τόπου στροφή. Αρπάζει την φωτογραφική της, γιατί η Βάνια είναι δημοσιογράφος, και τρέχει προς την παραλία. Οι άνθρωποι έχουν ήδη αρχίσει να αποβιβάζονται. "Βάνια! Τις κουβέρτες!" φωνάζει η Έλλη. Η Βάνια γυρίζει πίσω, μαζί με την Έλλη παίρνουν κάποιες από τις κουβέρτες που είχαμε μαζί μας και κατεβαίνουν τρέχοντας στην παραλία. Ο Χρήστος κι εγώ βγάζουμε κάποιες φωτογραφίες και μετά ψάχνουμε να βρούμε πώς να βοηθήσουμε. Ρωτώ να μου πουν τι να κάνω. «Βγάζε ανθρώπους από τη θάλασσα» είναι η απάντηση. Με την κάμερα στον ώμο πλησιάζω την ακροθαλασσιά και πιάνω όσους προωθούν αυτοί που είναι βουτηγμένοι ως το γόνατο. Τους απλώνω το χέρι, στηρίζονται πάνω μου και βγαίνουν έξω ψιθυρίζοντας «thank you, thank you».

Ένα αγοράκι δίπλα μου δεν αφήνει την εθελόντρια που το κρατάει να του βγάλει το σωσίβιο. Φωνάζει «mama! mama!» και δείχνει τη μαμά του που έχει μείνει στη βάρκα. «Θα έρθει η μαμά σου, μη φοβάσαι, θα βγει τώρα» του απαντάει η κοπέλα και τον κρατάει από το χέρι. Από τη βάρκα βγαίνουν άντρες, γυναίκες, ηλικιωμένοι, παιδιά κι ένα μωράκι μερικών ημερών. Βγάζω ένα κοριτσάκι γύρω στα δεκατέσσερα, κατάξανθο που μιλάει καλά αγγλικά. Με το που βγαίνει ψάχνει να βρει τον αδερφό της, ένα αγοράκι με σγουρά ξανθά μαλλιά σαν αγγελούδι. Τον κρατάει από το χέρι και το πρόσωπο της λάμπει από ένα τεράστιο χαμόγελο. Δίπλα μου μια γυναίκα γύρω στα εξήντα-εξήντα πέντε, που τη βγάζουν οι εθελοντές φτιάχνοντας με τα χέρια τους καρεκλάκι για να μη βραχεί, με το που βγαίνει έξω πάει να λιποθυμήσει. Δυο εθελόντριες την κρατάνε και την καθίζουν κάτω, τρίβοντάς της την πλάτη. Μια μητέρα, με το που βγαίνει έξω, ψάχνει να βρει το παιδί της. Μόλις το βλέπει το παίρνει αγκαλιά, κάθεται κάτω κι αρχίζει να κλαίει. Μια εθελόντρια πάει να δει τι της συμβαίνει. «Είναι δάκρυα χαράς» της εξηγεί εκείνη και διπλώνεται στα δυο. Ένας άλλος γελάει υστερικά. Μια γυναίκα ουρλιάζει από υστερικό τρόμο όταν τη βάζουν να βουτήξει ως το γόνατο για να βγει έξω. Σταματάει μόλις κάνει το πρώτο στέρεο βήμα και συνειδητοποιεί ότι δεν πρόκειται να πνιγεί. Ένας πατέρας ενώνεται με τη γυναίκα και τα παιδιά του και τους παίρνει όλους μαζί αγκαλιά γελώντας χαρούμενος, πριν αρχίσει να κλαίει. Ένας κύριος ρωτάει πού βρίσκονται. Στην Εφταλού ή στη Συκαμιά; «Κοντά στην Εφταλού» του απαντάω κι ανοίγει τους χάρτες στο κινητό του.

Η Έλλη μοιράζει τις κουβέρτες στα παιδάκια και μετά κουβαλάει νερά. Μοιράζουμε στον κόσμο τα νερά, οι εθελοντές των ΜΚΟ τους οργανώνουν για να μπορέσουν να φύγουν από την παραλία και να πάνε προς τα λεωφορεία. Ανεβαίνουμε πάλι στο δρόμο, όπου έχουν σταματήσει οι περαστικοί και χαζεύουν την αποβίβαση. «Χρειαζόμαστε ένα αυτοκίνητο, να μεταφέρει μια γυναίκα με ένα μωρό 10 ημερών» τους λέει με αγωνία η Βάνια. «Μπορεί κανένας από εσάς;» «Να, θα το κάνουν οι εθελοντές» της απαντάει ένας κύριος. «Οι εθελοντές δεν έχουν αυτοκίνητα, εσείς δεν μπορείτε να βοηθήσετε;» «Εγώ έχω μηχανάκι» απαντάει αυτός. Οι άλλοι φεύγουν διακριτικά από κοντά μας.




Γυρίζουμε στο αυτοκίνητο και πάμε προς Συκαμιά, στην ταβέρνα του Πάρη. Του δίνουμε τις κουβέρτες με την οδηγία, για χιλιοστή φορά, να κάνει συνετή χρήση. Το ξέρει. Μόνο στα παιδιά και σε όσους τις έχουν απόλυτη ανάγκη. Στην ταβέρνα του Πάρη τρώμε και μετά παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής για την Καλλονή. Κι αυτός ο δρόμος είναι γεμάτος σωσίβια, ρούχα, παπούτσια και ισοθερμικά αλουμινόχαρτα αλλά και βάρκες που έχουν κυριολεκτικά μαυρίσει τις παραλίες. Στη διαδρομή, ο Χρήστος μας λέει ιστορίες από όταν είχε ξανάρθει, νέος, στη Λέσβο.

Δεν ακούω τι λέει, νιώθω σαν να με έχουν κλωτσήσει στο στομάχι και δεν μπορώ να μιλήσω. Νιώθω την έντονη ανάγκη να βάλω τα κλάματα. Κοιτάω έξω και βλέπω τους ανθρώπους που περπατούν, τα πράγματά τους στις άκρες του δρόμου, έχω μπροστά μου τα πρόσωπα και τις αντιδράσεις τους όταν βγήκαν στο νησί, τα πρόσωπα όλων όσων πέρασαν από την Αγκαλιά. «Δεν πρέπει να δένεσαι» μου είχε πει χτες η Ειρήνη. Μετά συμφώνησε ότι είναι αδύνατον.

Ο Πάτρικ και η Βάνια έχουν ο καθένας στην τσάντα τους δεμένο ένα μικρό παιδικό παπουτσάκι που μάζεψαν από το δρόμο ή την παραλία. Όταν ρωτάμε τη Βάνια να μας πει γιατί, απαντάει ότι το έχει βάλει για να μην ξεχάσει ποτέ τι γίνεται στις ακτές της Λέσβου, να βλέπει το παπουτσάκι και να το θυμάται κάθε στιγμή.

Στο δρόμο για Καλλονή περνάμε και από το χωριό Κλειώ. Βρίσκεται λίγο πιο πάνω από τη Συκαμιά, δίπλα στο οποίο μια από τις διεθνείς ΜΚΟ αποφάσισε να στήσει μια κατασκήνωση για τους πρόσφυγες. Οι κάτοικοι αντέδρασαν. Δεν ήθελαν πρόσφυγες δίπλα στο σχολείο, δεν ήθελαν πρόσφυγες στο χωριό τους. «Να πάνε αλλού. Εδώ δε μας φτάνει το νερό για μας τους ίδιους, πώς θα φτάσει για τους πρόσφυγες; Και είμαστε και μακριά από εκεί που βγαίνουν, θα πρέπει να περπατάνε πάρα πολύ ώσπου να φτάσουν» είχε πει στη Βάνια ο πρόεδρος του χωριού. Ο δάσκαλος της είχε πει ότι είναι όλοι οι πρόσφυγες Τζιχαντιστές κι έρχονται για να χτυπήσουν την Ευρώπη. Οι κάτοικοι του χωριού, λοιπόν, έφτιαξαν δυο πανό που λένε "ΟΧΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ, ΟΧΙ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΑΣ. ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΛΥΣΕΙΣ" και "ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ" και τώρα φυλάνε τις εισόδους του χωριού, μην τυχόν και μπει κανένας πρόσφυγας μέσα. Δεν έχουν πρόβλημα με τους πρόσφυγες, αλλά να μην είναι κοντά τους.

Γύρω στις εξήμισι φτάνουμε στην Καλλονή και με αφήνουν στην Αγκαλιά. Από εκεί θα καλέσω ταξί και θα πάω στο αεροδρόμιο. Χαιρετώντας τον Πάτρικ του θυμίζω να πιστεύει στους ανθρώπους. Υπάρχουν αυτοί που προκάλεσαν τη δυστυχία και την καταστροφή που καλείται να αντιμετωπίσει, υπάρχουν όμως κι αυτοί που στέκονται μαζί του και βοηθούν. Πρέπει απλώς να διαλέξεις με ποια πλευρά είσαι. Ή, όπως έχει γράψει ο Χρήστος στο «Ημερολόγιο Μυτιλήνης» του στη Lifo, «ένας άνθρωπος αρκεί για να φτιάξει τον κόσμο. Κι ένας αρκεί για να τον καταστρέψει».




Για άλλη μια μέρα η Αγκαλιά είναι άδεια. Το πρόβλημα δεν φτάνει ως την Καλλονή πια, άνθρωποι όμως συνεχίζουν να βγαίνουν στις βόρειες ακτές του νησιού, ενώ στο λιμάνι της Μυτιλήνης υπολογίζεται ότι είναι μαζεμένα 5.000 άτομα. Ο ταξιτζής που με πάει ως το αεροδρόμιο πιστεύει ότι υπάρχει οργανωμένο σχέδιο από πίσω. Παίρνουν τους λαθρομετανάστες οι ευρωπαϊκές χώρες για να πέσουν τα μεροκάματα, λέει, και πιστεύει ότι είμαι αφελής να πιστεύω ότι έχει όλο αυτό να κάνει με τον πόλεμο στη Συρία και το ισλαμικό κράτος. Είναι για να πέσουν τα μεροκάματα. Αφού οι Σύροι θα το κάνουν για λιγότερα λεφτά, τότε ο μισθός θα πέσει και για τους Ευρωπαίους. Δεν το συζητώ περαιτέρω…

Φτάνω στο αεροδρόμιο και κατεβαίνω από το ταξί. Πριν από τη δική μου αναχωρεί μια πτήση για Θεσσαλονίκη. Οι καρέκλες στην πύλη είναι γεμάτες πρόσφυγες που πήραν τα χαρτιά τους, πήραν αεροπορικά εισιτήρια και συνεχίζουν την οδύσσειά τους για τη βόρεια Ευρώπη. Μετά που φεύγουν, κάπου από πίσω μου ακούω παιδικό κλάμα. Εντελώς αυτόματα ψάχνω να βρω πού έχουμε παιχνίδια και μπισκότα για να ηρεμήσω το μικρό. Γυρίζω πίσω και βλέπω ότι αυτό που κλαίει είναι ένα μωρό μερικών ημερών στην αγκαλιά της μαμάς του. Ο μπαμπάς κρατάει τα πράγματα και το καρότσι του. Περιμένουν όλοι μαζί το αεροπλάνο για Αθήνα. Κοιτάω το μικροσκοπικό πλασματάκι και είναι ολόιδιο με το προσφυγόπουλο που βγήκε το πρωί από τη βάρκα στην Εφταλού.

Αυτό εδώ όμως γεννήθηκε πιο τυχερό.


Πίσω στην Αθήνα, μακριά από το πρόβλημα και με εύκολη την επιλογή του να το αγνοήσεις, η ρουτίνα μπορεί να σε κάνει να ξεχάσεις αμέσως τι γίνεται στη Μυτιλήνη. Άλλα πράγματα που πρέπει να γίνουν, η ζωή σου που είναι, όπως και να το κάνουμε, στην Αθήνα και πρέπει να συνεχιστεί… Όλα αυτά συμβάλλουν στο να γίνει η ανάμνηση της εβδομάδας αυτής στη Λέσβο πολύ γρήγορα μακρινή. Τρεις μέρες μετά, κάθομαι και διαβάζω όλα όσα έχω γράψει και δεν είμαι σίγουρη αν όσα θυμάμαι τα έζησα, τα είδα σε φωτογραφίες ή βίντεο ή τα άκουσα να μου τα διηγούνται.

Σήμερα το απόγευμα, σε ένα λεωφορείο που ανέβαινε την Κηφισίας, είδα ένα αγοράκι έξι-εφτά χρονών. Ξανθό, με το ίδιο σουλούπι και την ίδια ηλικία με ένα από τα αγοράκια που βγάλαμε από τη βάρκα το Σάββατο το μεσημέρι. Εκείνο που δεν άφηνε την εθελόντρια να του βγάλει το σωσίβιο και ζητούσε τη μαμά του. Το αγοράκι στο λεωφορείο καθόταν δίπλα στη δικιά του μαμά και την πείραζε. Έπαιζε με ένα δεινοσαυράκι, φώναζε, μα, πάνω απ´όλα, γέλαγε. Κάθε τόσο ξεκαρδιζόταν. Και τα μάτια του ήταν φωτεινά, λάμπανε, το χαμόγελό του ήταν ανέμελο, δεν το σκίαζε τίποτα. Δεν μπόρεσα να μην το συγκρίνω με τα παιδιά των προσφύγων που μας έρχονταν στην Αγκαλιά. Που είχαν βλέμματα σκοτεινά, έπαιζαν έχοντας ένα βάρος στους ώμους τους και ήταν σιωπηλά. Πολύ σιωπηλά...


Η φωτογραφία αυτή είναι του Χρήστου Αγγελάκου

Έχω καταλάβει ότι μετά τη Μυτιλήνη θα βλέπω τον κόσμο και τους ανθρώπους κάπως αλλιώς. Μόνο όποιος είδε και έζησε μπορεί να καταλάβει τι πραγματικά συμβαίνει. Καλά τα βίντεο, οι φωτογραφίες και οι ανταποκρίσεις, αλλά αν δεν δεις τη βάρκα να φτάνει στην παραλία γεμάτη ανθρώπους, αν δεν δεις τις μαύρες από τα πλαστικά παραλίες και τα βουνά από σωσίβια, αν δεν πιάσεις τα βρεγμένα χέρια και δεν ψάξεις για στεγνά παπούτσια, αν δεν μοιραστείς την ανησυχία για ένα ανύπαρκτο αύριο με έναν πρόσφυγα, δεν μπορείς να καταλάβεις τι συμβαίνει. Για τους άλλους είναι ειδήσεις και νούμερα. Για σένα είναι χέρια, μάτια, πρόσωπα, καρδιές που χτυπούν, όνειρα, ιστορίες κι αγκαλιές.

Είναι ο Μουσά, ο Αμπάλ Ορ, η Μούνα, η Χαμίν, ο Ιμάν, η Ριμ… Έχω ακόμα μπροστά μου τους ανθρώπους που πέρασαν από την Αγκαλιά όσο ήμουν εκεί. Ξέρω ότι πάντα θα αναρωτιέμαι αν έφτασαν και θα μετανιώνω που δεν τους ζήτησα να στείλουν κάπου ένα μήνυμα ότι είναι κάπου καλά, όταν, αν, φτάσουν. Και δε θα ξεχάσω ποτέ τα μάτια που είδα, τα χέρια που έσφιξα, τα όνειρα που μοιράστηκα μαζί τους.

Όνειρα για έναν όμορφο κόσμο, όπου δε θα υπάρχουν πόλεμοι και πρόσφυγες.


No comments:

Post a Comment