Ο Γιώργος, ο καλύτερος ελεύθερος σκοπευτής της Αντιτρομοκρατικής, είχε το μάτι του στην διόπτρα εκείνο το άγριο χάραμα ξαπλωμένος πάνω στην ταράτσα της πολυκατοικίας ελέγχοντας ευσυνείδητα τον τομέα που του είχε αναθέσει η Πολιτεία να φυλάει. Δεν ήταν κανένας λουφαδόρος, δεν ήταν σαν τους άλλους... Είχε πάντα το όπλο του γεμισμένο και ασφαλισμένο και περνούσε ολόκληρη την βάρδιά του πρυμνηδόν με το μάτι στην διόπτρα νυκτός. Είχε συναίσθηση της ευθύνης του. Κι ήταν μεγάλη αυτή η ευθύνη. Δεν ήταν μόνο η αποτροπή του τρομοκράτη κι η πιθανότητα να χρειαστεί να αφαιρέσει μια ζωή από τόσο μακριά κι έπειτα από ψυχρή ανάλυση μερικών μόνο δευτερολέπτων, όλα αυτά ήταν μέρος της εκπαίδευσής του και για τον ίδιο ηθικά δικαιωμένα. Αυτό που κυριολεκτικά του έκοβε τα γόνατα, ήταν η πιθανότητα να παρερμηνεύσει κάποια κίνηση αθώου, όπως παραλίγο να συμβεί πριν από μερικές νύχτες, όταν ένας υδραυλικός - όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων από την ομάδα των συναδέλφων που τον ακινητοποίησε - κουβαλούσε μέσα στο σκοτάδι έναν κομμάτι από σωλήνα pvc που έμοιαζε με εκτοξευτήρα. Ο Γιώργος είχε απασφαλίσει τότε το όπλο του, είχε ειδοποιήσει τον προϊστάμενο αξιωματικό, είχε πάρει έγκριση κι ήταν έτοιμος να ρίξει. Το μόνο που έσωσε τον τυχερό υδραυλικό, που ποτέ δεν έμαθε πόσο κοντά έφτασε στον θάνατο, είναι ότι η τρύπα της σωλήνας δεν ήρθε ούτε για μια στιγμή σε ευθεία με τον στόχο, τον καλύτερα φυλασσόμενο στόχο της χώρας. Κι ήταν το ίδιο που γλύτωσε τον Γιώργο από έναν αναίτιο φόνο στην συνείδηση του και τους μπελάδες των ΕΔΕ της υπηρεσίας και τον σάλο των Καναλιών στην καθημερινότητά του.
Πλησίαζε η ώρα για την αλλαγή της βάρδιας. Ο Γιώργος δεν χαλάρωνε ούτε αυτά τα κρίσιμα λεπτά. Ήξερε πως η εγρήγορση του φρουρού πρέπει να είναι διπλάσια απ΄αυτήν του δράστη. Ο δράστης αιφνιδιάζει, ο φρουρός φυλάει. Περνάει ατέλειωτες ώρες αναμονής, οι πιθανότητες είναι εναντίον του. Ο δράστης διαλέγει το πως, το πότε και το που και προετοιμάζεται καιρό γι' αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα, ο φρουρός περιμένει κάθε βράδυ αμέτρητα δευτερόλεπτα που σχηματίζουν ατέλειωτες ώρες... Κι όσο πληθαίνουν τα βράδυα που περνούν χωρίς συμβάντα, χάνει όλο και περισσότερο την εγρήγορσή του, γίνεται αισιόδοξος, αρχίζει να ελπίζει πως κι αυτή την νύχτα τίποτα δεν θα συμβεί. Και τότε, πάντα, λες και υπάρχει μια απίστευτη τραγική ειρωνία που καθορίζει τα γεγονότα, συμβαίνει το κακό.
Ο Γιώργος είχε βρει έναν τρόπο να κρατάει την εγρήγορσή του και ταυτόχρονα να μην διαλύει το μυαλό του από την αγωνία της απέραντης αναμονής. Έφτιαχνε ιστορίες μέσα στο μυαλό του, με ήρωες τους περαστικούς που παρακολουθούσε μέσα από την διόπτρα. Ξεκίνησε ανακεφαλαιώνοντας τα εκπαιδευτικά σενάρια που του είχαν δωθεί για αναγνώριση πιθανών τρομοκρατών από την κινησιολογία τους στην σχολή ελεύθερων σκοπευτών του εξωτερικού που είχε φοιτήσει με έξοδα του Δημοσίου. Πολύ σύντομα όμως εγκατέλειψε αυτήν την παράνοια της στοχοποίησης κι άρχισε πραγματικά να εμβαθύνει στην ανάλυση κινήσεων. Κι όσο εξοικοιωνόταν με την θέση του, εδώ στην ίδια ταράτσα της ίδιας πολυκατοικίας κάθε βράδυ, είχε μάθει να αναγνωρίζει πολλά πράγματα. Τους κατοίκους της περιοχής, τους βραδινούς θαμώνες της υπαίθριας καντίνας, τα περιστασιακά ντηλ ναρκωτικών που συνέβαιναν, σπάνια είναι η αλήθεια, εδώ... Είχε καταγράψει με τα μάτια του, καταχωρήσει στο μυαλό του και επιβεβαιώσει από την σχετική βιβλιογραφία μια ολόκληρη σειρά από μικρές κινήσεις των ανθρώπων και την σημασία τους. Είχε προβλέψει ότι η ξανθιά του τρίτου στην απέναντι πολυκατοικία θα απατούσε σύντομα τον αιώνια απόντα σύζυγό της, με τον συνάδελφο της από την δουλειά που την έφερνε με το αυτοκίνητο τα βράδυα. Είχε αναγνωρίσει στον έκτο όροφο μιας άλλης πολυκατοικίας ότι το επάγγελμα του κατοίκου ήταν συγγραφέας κι όχι δημοσιογράφος όπως είχε στην αρχή νομίσει. Είχε παρακολουθήσει την εβδομαδιαία συνάντηση των Φιλιπινέζων υπηρετριών στο ημιυπόγειο και το στρίμωγμα που έκαναν για να χωρέσουν μέσα στην μοναδική μέρα του ρεπό τους όλην την κοινωνική και ερωτική τους ζωή και να αντέξουν ακόμα μια βδομάδα εργασίας. Κι άλλα, πολλά...
Ήταν σχεδόν έξι το πρωί, όταν χτύπησε το κινητό του. Στην αναγνώριση κλήσης είδε πως ήταν η μάνα του. Ανησύχησε... της είχε πει να μην τον παίρνει ποτέ στην δουλειά. Είχε όμως κάτι αρρυθμίες τώρα τελευταία... Πήρε το δάχτυλό του από την ασφάλεια του όπλου, αλλά όχι το βλέμμα του από την διόπτρα κι άνοιξε το κινητό στην ανοιχτή ακρόαση.
Είσαι καλά; την ρώτησε.
Ναι καλά, δηλαδή τι καλά, ξέρεις τώρα, πονάω λίγο στην μέση... άλλο πράγμα σε θέλω... λοιπόν που λες, ξέρω που είπες να μην σε παίρνω εκεί...
Μαμά, θα σε πάρω εγώ, σε λίγο τελειώνω, έρχεται ο άλλος. Αν είσαι καλά, θα σε πάρω εγώ σε λίγο, σε πέντε λεπτά...
Ναι, ναι, μόνο ένα πραματάκι θα σου πω... Σε πήρα γιατί θέλω να φέρεις ένα γάλα και μια φραντζόλα ψωμί, όπως θα έρχεσαι σπίτι για να μην βγαίνω, πονάει η μέση μου... αλλά όχι αυτό το λευκό, το πολυτελείας που παίρνεις συνήθως... Να φέρεις εκείνο το πολύσπορο που το βγάζουνε σε καρβελάκι...
Ο Γιώργος ένοιωσε να του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Πήρε το βλέμμα του από την διόπτρα, άρπαξε το κινητό κι άρχισε να φωνάζει στην μάνα του.
Και τότε, λες και υπάρχει μια απίστευτη τραγική ειρωνεία που καθορίζει τα γεγονότα, άκουσε πρώτα το σφύριγμα και αμέσως μετά την έκρηξη που ξύπνησε την ξανθιά του τρίτου στην αγκαλιά του εραστή της, σήκωσε τον συγγραφέα του έκτου από τον υπολογιστή του και τον έφερε στο μπαλκόνι, διέλυσε το πλήθος των ξενυχτισμένων της καντίνας κι έβγαλε στο δρόμο πανικοβλητες τις Φιλιπινέζες...
No comments:
Post a Comment