Ήταν μια φορά κι έναν καιρό (αλλά όχι πολύ παλιά) ένας γέρος άνθρωπος, άκληρος, κρυψίνους και μισάνθρωπος. Από μια συγκυρία της ζωής είχε βρεθεί να κατέχει καμμιά εικοσαριά σκόρπια διαμερίσματα στην Πόλη. Έμενε στο ένα, νοικιαζε τα υπόλοιπα, και ζούσε.
Γνωρίζοντας καλά την μισανθρωπία του, ήταν ο ιδανικός σπιτονοικοκύρης. Είχε δώσει έναν τραπεζικό λογαριασμό στους νοικάρηδές του να του βάζουν τα λεφτά, τους είχε πει να πληρώνουν τα κοινόχρηστα Ιδιοκτητών και να τα αφαιρούν από το νοίκι, να κάνους τις αναγκαίες επισκευές με την ίδια συμφωνία και γενικά να μην τον ενοχλούν. Κι όλοι ήταν ευχαριστημένοι, γιατί ποτέ δεν τους ζητούσε αύξηση. Κάποιοι μάλιστα από τους "καλούς" ενοικιαστές τού την έδιναν από μόνοι τους (την νόμιμη) προϊόντος του χρόνου.
Μια μέρα πέθανε. Μέσα στο σπίτι του, χωρίς να το καταλάβει κανένας. Μετά από κανα μήνα μύρισε, πήραν χαμπάρι οι γείτονες, φωνάξαν την αστυνομία, πήγε ο άκληρος μισάνθρωπος στο νεκροτομείο, δεν τον ζήτησε κανένας, πήραν το κουφάρι του στην Ιατρική Σχολή να μελετήσουνε οι φοιτητές την σήψη...
Τα λεφτά από τα νοίκια συνέχισαν να μπαίνουν στον λογαριασμό του. Τα δεκαεννέα νοικιασμένα σπίτια συνέχισαν να είναι εντάξει στις υποχρεώσεις τους, να πληρώνουν τα κοινόχρηστα Ιδιοκτητών, να επισκευάζονται και να λειτουργούν κανονικά. Μόνο το σπίτι του άκληρου μισάνθρωπου πρώτα ρήμαξε και αργότερα το πήρε η Εφορία για χρέη προς το Δημόσιο.
Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια, να γίνει Νέο Κτηματολόγιο για να ανακαλυφθούν τα δεκαεννιά ορφανά (σπίτια) του γέρου.
Κι όσο για την θυρίδα που φύλαγε τα χαρτιά του, εκείνη δεν ανοίχτηκε ποτέ.
No comments:
Post a Comment