Ο Γιάννης χτύπησε το τζάμι στο κουβούκλιο του νυχτοφύλακα μέσα στο Παλιό Δημαρχείο της Πόλης για πρώτη φορά ένα βράδυ του χειμώνα. Μόνο που ο φετινός χειμώνας δεν ήτανε χειμώνας όπως τον ήξερε η Πόλη. Δεν είχε χιόνια, ούτε κρύο, κι όλοι μιλούσανε για το φαινόμενο του Θερμοκηπίου.
"Καινούριος έτσι;" του είπε ο Απογευματινός Φύλακας, ένας κατάξανθος νεαρός με περίεργα μυτερά αυτιά, βγαίνοντας. Φορούσε ένα μυστήριο λαμπερό εφαρμοστό ρούχο που αγκάλιαζε το σώμα του σαν γάντι. Κρατούσε ένα γυαλιστερό σωλήνα. Μυστήριο ντύσιμο, σκέφτηκε ο Γιάννης.
"Άκου, αν θέλεις να την βγάλεις εδώ, ότι κι αν δεις την νύχτα, ότι κι αν ακούσεις, κράτα το στόμα σου κλειστό και μην βγεις για κανένα λόγο από το κουβούκλιο" είπε ο απογευματινός. "Κι ότι απορίες έχεις θα στις λύσει ο Πρωινός, είναι παλιός αυτός, ξέρει..."
Και πριν προλάβει να πει κουβέντα ο Γιάννης, ο απογευματινός την έκανε.
Τα φώτα σβήσανε αυτόματα γύρω στις δέκα και μισή. Ο Γιάννης είχε ξεχάσει την κουβέντα του απογευματινού. Είχε βάλει το φορητό του MP3 να παίζει, κουτσόπινε έναν καφέ που είχε κρυώσει και κάπνιζε. Ονειροβατούσε.
Και σιγά-σιγά το πελώριο Δημαρχείο γέμισε με κόσμο και φλόγες από πυρσούς. Και λίγο αργότερα εκατοντάδες σκιές άρχισαν να τρέχουν πάνω-κάτω φωτίζοντας τον δρόμο τους με δάδες αναμμένες, να πηγαινοέρχονται μέσα στο Δημαρχείο.
Ο Γιάννης δεν πίστευε στα μάτια του. Το MP3 έπαιζε ακόμα και μέσα από το τζάμι έβλεπε τα σούρτα-φέρτα κατάπληκτος. Όμως έβλεπε και κάτι άλλο. Έβλεπε το σκοτεινό και άδειο Δημαρχείο, σαν σε διπλοτυπία. Έκανε να ανοίξει την συρόμενη πόρτα του κουβουκλίου, μα η προειδοποίηση του απογευματινού ξανακούστηκε δυνατά στα αυτιά του. Ότι κι αν δεις την νύχτα, ότι κι αν ακούσεις...
Είδε πολλά κι άκουσε ακόμα πιο πολλά όλη την νύχτα. Είδε πλάσματα που δεν ήταν ανθρώπινα, άκουσε κολασμένα ουρλιαχτά, δυνάμωσε το MP3 στ' αυτιά του, κάπνισε παραπάνω, χέστηκε πάνω του, όμως δεν βγήκε από το κουβούκλιο.
Ξημέρωσε. Τα πλάσματα αραίωσαν και σιγά-σιγά εξαφανίστηκαν. Τα μάρμαρα του Παλιού Δημαρχείου ξανάγιναν λευκά, ο Πρωινός Φύλακας του χτύπησε το τζάμι. Ο Γιάννης άνοιξε την συρόμενη πόρτα και βγήκε.
Ο άντρας ήταν μαυροντυμένος κι είχε τα χέρια του τυλιγμένα σε γάζες. Το πρόσωπό του δεν φαινόταν, τα πέτα του παλτού του ανέβαιναν ψηλά. Φορούσε ακόμα έναν μαύρο σκούφο που του κατέβαινε χαμηλά στο μέτωπο και μαύρα, κατάμαυρα γυαλιά. Κρατούσε ένα πορσελάνινο φλιτζάνι με ένα κόκκινο υγρό και μια μυστήρια συσκευή που έμοιαζε με γραμμόφωνο. Μπήκε στο κουβούκλιο κι έκανε να κλείσει την πόρτα.
"Είσαι καινούριος ε;" είπε με σπηλαιώδη φωνή. "Μήπως θες να ρωτήσεις τίποτα;"
Ο Γιάννης ήθελε να ρωτήσει εκατοντάδες πράγματα. Τα ξανασκέφτηκε όμως κοιτάζοντας τον πρωινό Φύλακα, αναρωτήθηκε αν ήθελε πραγματικά να πάρει απαντήσεις.
Όχι για τα λεφτά που τον πληρώνανε, κατέληξε μέσα του, όχι, δεν άξιζε τον κόπο.
Έκλεισε την συρόμενη πόρτα κι άφησε το πλάσμα της Νύχτας να βιώσει μόνο του την καθημερινή του φρίκη της ημέρας. Τους υπάλληλους που σιγά - σιγά άρχισαν να πηγαινοέρχονται και τους πολίτες που μαζεύονταν σε ουρές να πάρουν πιστοποιητικά...
No comments:
Post a Comment