Sunday, October 7, 2007

Αργά Το Απόγευμα Μιας Κυριακής

Άλλη μια Κυριακή τελειώνει. Ευτυχώς. Η δεσμοφυλακίνα σπρώχνει το καρότσι προς το κτήριο. Ο ήλιος πέφτει. Φαϊ, λίγη τηλεόραση και ύπνος.

Η Κυριακή είναι μέρα επισκέψεων. Η Κυριακή, όταν έχει καλό καιρό, είναι μέρα προαυλισμού. Αυτοί οι μαλάκες που μας δουλεύουν όλους εδώ, την λένε μέρα περιπάτου, όμως εγώ ξέρω πολύ καλά τι είναι το μπουρδέλο που αυτοί επιμένουν να αποκαλούν γηροκομείο. Είναι μια φυλακή κι η φυλακή δεν έχει περιπάτους, έχει προαυλισμό. Κάγκελα, δεσμοφύλακες, κλειδωμένες πόρτες και σκυλιά στην πύλη.

Οταν βρέχει, όταν χιονίζει, όταν γαμιέται το σύμπαν είναι καλύτερα. Οι δεσμοφύλακες παίζουνε χαρτιά, λένε μαλακίες και χαμουρεύονται με τα κινητά τους, τραβάνε βίντεο δήθεν ερωτικά και τα ανεβάζουνε στο δίκτυο για να σκοτώσουνε την ώρα τους. Τους έχει μείνει απ' το σχολείο, τότε την μάθανε την ηλεκτρονική μαλακία και δεν την κόψανε ακόμα. Κανένας δεν γαμάει πια, αλλά όταν βρέχει και κανένας δεν μας προσέχει κι έτσι βρίσκω την ευκαιρία να την κοπανήσω από το κελί δήθεν δωμάτιο μου και να μπουκάρω στην τεράστια κουζίνα.

Τρώω ότι βρίσκω στο επαγγελματικό ψυγείο. Του γαμάω την μάνα. Την άλλη μέρα το ζάχαρο μου είναι στον θεό, πέφτω κάτω, χτυπιέμαι, έρχονται και με πλακώνουν στις ενέσεις, μια φορά με στείλανε με το ασθενοφόρο στο νοσοκομείο, οι γαμημένοι... Καλά ήτανε εκεί, είχε πλάκα.

Από μικρό παιδί δούλευα τις Κυριακές. Μια εποχή δούλευα μόνο τις Κυριακές, σερβιτόρος σε ένα λαϊκό ζαχαροπλαστείο. Και είχα κάθε λόγο να μισώ τον Κυριακάτικο κόσμο. Τα "καλά" τους ρούχα, τα καλοχτενισμένα τους παιδάκια που τα βρίζανε χωρίς λόγο, την μιζέρια τους στα μπουρμπουάρ, τις συζητήσεις τους για τα χαμένα ματς και το ΠΡΟ-ΠΟ που δεν τους έκατσε, τα άδεια βλέματα και τα "ξέσκισε με" χαμόγελα πίσω από την πλάτη των άλλων.

Μόνο μια παρέα γούσταρα πραγματικά να σερβίρω. Μαζευόντουσαν μια φορά τον μήνα κι ήταν όλοι τους κωφάλαλοι, στην πλήρη τους ανάπτυξη πρέπει να ήτανε καμιά δεκαπενταριά. Ήταν οι μόνοι που περνάγανε καλά, κουνάγανε τα δάχτυλα μέσα στην μαύρη τους σιωπή κι έπειτα ξεσκιζόντουσαν στα γέλια. Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι λέγανε, τι ήταν τόσο αστείο, αλλά τους ζήλευα. Το λέω πια, το παραδέχομαι, οι άλλοι τους κοιτάγανε στραβά, είχα πιάσει μερικούς να τσαντίζονται κιόλας. Έναν τον ρώτησα τι πρόβλημα είχε. Και μου ΄πε "Κι αν τα καθήκια αυτά γελάνε με μένα, που το ξέρω εγώ;"

Πότε δεν θα ξεχάσω την φάτσα του κομπλεξικού μαλάκα. Ήταν ο μόνος, τόσα χρόνια στην δουλειά, που έφτυσα στο παγωτό του.

Η δεσμοφυλακίνα σπρώχνει το καρότσι μου στην ράμπα της εισόδου. Τέλος ο προαυλισμός, πίσω στο κελί μου. Μπορώ να σηκωθώ, να περπατήσω μόνος μου, αλλά δεν θέλω να το ξέρουν. Σε λίγο θ' αρχίσει να βρέχει, να χιονίζει, να γαμιέται το σύμπαν. Δεν θέλω να με πάρουνε χαμπάρι και να μου κλειδώνουν την πόρτα...

4 comments:

Anonymous said...

το 'χεις το feeling! keep on!
[και ναι οι παρέες κωφών είναι όλα τα λεφτά!]

Erwtas Stomaxhs said...

Κορυφή! Άψογος ο μονόλογος!

The Motorcycle boy said...

Έρχεται η ώρα μας, έτσι φίλε;

Υ.Γ.: Είχα δει κάποτε μια ταινία, ας πούμε ΕΦ, που οι νέοι έκαναν επανάσταση και είχαν κλείσει τους γέρους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η ταινία τελείωνε με τον αρχηγό της εξέγερσης, ένα παληκαράκι γύρω στα 20κάτι που καθόταν σε ένα λόφο σκεφτικός. Κι ένα παιδάκι ερχόταν και τον κοίταζε
"Τι κοιτάς -έχω κάτι;" ρωτούσε εκείνος.
"Όχι, απλά αρχίζεις να γερνάς", είχε πει το πιτσιρίκι.
Από τότε περιμένω πότε θα με χώσουν μέσα.

Vlaxos (Σιάτρας Σπύρος) said...

Δεν θα με πάρουν όρθιο οι σκατονοσοκόμοι....
Έχω ενισχύσει την γκλίτσα με σιδερόβεργα και της έχω ακονίσει τον παπά....
Ας κοπιάσουν οι χέστες!....