Λαγός (ουσιαστικό, αρσενικό): α) μικρόσωμο ζώο του δάσους β) δρομέας που δίνει ρυθμό σε δρόμο αντοχής χωρίς να συμμετέχει αγωνιστικά στην κούρσα. Μεταφορικά: α) άνθρωπος που τρέπεται σε άτακτη φυγή β) άνθρωπος που προετοιμάζει το έδαφος για την λήψη μιας απόφασης.
Κοίταξε γύρω σου και εύκολα θα αντιληφθείς πως το Σύνταγμα γέμισε την Αθήνα λαγούς. Όπου και να απλώσεις το χέρι θα πιάσεις ένα (τουλάχιστον) ζευγάρι χνουδωτά αυτάκια. Μέσα στην Βουλή, μπροστά στην Βουλή, στην "κάτω" Βουλή, στα κανάλια, στα γραφεία... έπηξε ο τόπος από λαγούς. Που γεννοβολάνε καθημερινά άλλους λαγούς...
Αλλά εγώ είμαι αντίθετος στο κυνήγι, μου φαίνεται πολύ σκληρό να κάνεις τους λαγούς στιφάδο.
Κράτα το κεφάλι σου καθαρό, χτύπα τα χέρια σου και οι "λαγοί" θα γίνουνε λαγοί.
No comments:
Post a Comment